Συγχρόνως όμως, μέσα από την ερμηνεία του κειμένου περιγράφει τόσο
βιωματικά και την ουράνια προοπτική του ανθρώπου, τη δυνατότητά του να
κοινωνήσει και να ενωθεί με τον Θεό μέσα από την καθαρή προσευχή, έτσι
ώστε το βιβλίο να γίνεται πηγή έμπνευσης, αφύπνισης και προτροπής να
στρέψει ο καθένας μας την εσωτερική του διάθεση ολοκληρωτικά προς αυτήν
την κατεύθυνση.
(Νικόλαος, Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής)
Έλεγε ο Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης για την ακολουθία των Αγιορειτών Πατέρων: Ακόμη και αν δεν γνωρίζαμε τίποτα για τον ποιητή της, τον Άγιο Νικόδημο, το κείμενο αυτό θα αρκούσε για να αναγνωρίσουμε στο πρόσωπο του υμνογράφου έναν μεγάλο άγιο. Κάτι ανάλογο επαναλαμβάνει η Εκκλησία μας και για τον συγγραφέα του βιβλίου της Κλίμακας. Αυτό κι εμείς αβίαστα ομολογούμε μελετώντας τα πραγματικά εμπνευσμένα κείμενα του Γέροντος Αιμιλιανού. Κείμενα μοναδικού βάθους, σπάνιας θεολογικής ζωντάνιας και ακρίβειας, διεισδυτικά, γεμάτα ενθουσιασμό και δύναμη, συνδυάζουν την κηρυγματική σφραγίδα με τη θεολογική έμπνευση, τη νεανική φρεσκάδα με την ωριμότητα της γεροντικής σοφίας, την αυθεντική παράδοση με την πρωτοτυπία, τη συνέπεια στον νόμο του Θεού με την ελευθερία της χάριτός Του.
Ο Γέροντας δεν αντλεί το περιεχόμενο των λόγων του από την ευφυΐα ή τις σπουδές ή τις φυσικές ικανότητές του. Ο λόγος του ηχεί με τη δύναμη των «ετέρων γλωσσών» της Πεντηκοστής και αντανακλά το «έτερον πρόσωπον» του Κυρίου στο Όρος της Μεταμορφώσεώς Του, διότι προφανώς ο ίδιος ζει την ετερότητα της χάριτος του Θεού και βεβαιώνει τη μετοχή του εις την «οθνείαν και ευπρεπεστάτην αλλοίωσιν» των γνησίων αποδεκτών του θείου φωτισμού.
Όταν ομιλεί για την προσευχή, δεν ομιλεί περιγραφικά γι' αυτήν ούτε με πυκνές αναφορές στους πατέρες και την παράδοση, αλλά εκφράζεται ως ο ίδιος «αδιαλείπτως προσευχόμενος». Όταν αναφέρεται στους αγίους, δεν περιγράφει πρότυπα άλλων εποχών ή ενός άλλου κόσμου, αλλά καταθέτει μαρτυρία που φανερώνει οικειότητα και κοινωνία. Είναι τόσο οικείος με την θεία ετερότητα! Γι' αυτό και διαβάζοντας τα σχόλιά του για τους αγίους, νοιώθεις ότι όχι μόνον δεν τους επαναλαμβάνει, αλλά τους αναδεικνύει και συχνά τους συμπληρώνει.
Αλλά και η σχέση του με το μυστήριο είναι αποκαλυπτική. Αυτό που ποθεί τού είναι πιο γνωστό και οικείο από αυτό που έχει αποτάξει από τη ζωή του. Καθώς περιγράφει τη βασιλεία του Θεού, διαπιστώνεις ότι η κοινωνία των ακτίστων ενεργειών Του του είναι πιο ζωντανή από τη μετοχή και γνώση των λεπτομερειών του κτιστού κόσμου. Ορά περισσότερο τα μυστικά του αοράτου κόσμου από όσο βλέπει την απάτη της ορατής καθημερινότητας. Αγαπά περισσότερο την αλήθεια των όντων παρά την πραγματικότητα των γεγονότων. Αγγίζει την πραγματικότητα, αλλά ζει την αιωνιότητα. Στη ζωή του περισσεύουν τα σημεία των θεοφανειών και σπανίζουν οι αποδείξεις της στενής λογικής. Ο λόγος του δεν έχει την ψυχρότητα των λογικών συνειρμών, αλλά ξεχειλίζει από τη ζεστασιά των ζωντανών εμπειριών των θείων εμφανίσεων.
Στην παρούσα έκδοση, ο Γέροντας Αιμιλιανός δεν αρκείται μόνο σε μια απλή μετάφραση του κειμένου του Οσίου Νείλου, ούτε σε μια διδακτική ανάλυσή του. Ούτε πάλι περιορίζεται στην περιγραφή του τρόπου και της μεθόδου της προσευχής, αλλά χρησιμοποιώντας τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας αποκαλύπτει την ουσία και το πνεύμα της προσευχής [βλ. σ. 152] και γενικότερα αναδεικνύει το βάθος της πνευματικής ζωής. Δεν είναι καλός διδάσκαλος· είναι αληθινός μυσταγωγός.
Η προσευχή δεν είναι «φτωχόλογα ούτε νοήματα ούτε όσα αισθανόμαστε ούτε τα κρινολούλουδα των καρδιών μας» [βλ. σ. 152], ούτε «σκέψεις και τρόποι και συστήματα λογικά» [βλ. σ. 186], αλλά είναι «η προσδοκία του αοράτου και αοράτως ερχομένου Θεού» [βλ. σ. 210], είναι «ανάληψις του ανθρωπίνου πνεύματος υπό των πτερύγων του Θεού επί των οποίων επιβαίνον το πνεύμα έρχεται σε συνάφεια με την βασιλεία των ουρανών» [βλ. σ. 154].
Ο Γέροντας καταφεύγει συχνά στην ετυμολογία των λέξεων, την οποία συνδέει και εναρμονίζει με το πνευματικό νόημα των λόγων του αγίου και το επαυξάνει (βλ. σ. 186: «επιεικώς < επί + εοικα»). Επίσης, εξετάζει λεπτομερώς το εννοιολογικό βάθος των λέξεων και επεκτείνει τα νοήματά τους, έτσι ώστε να διαφωτίζεται το κείμενο με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, να διευρύνεται ο εσωτερικός μας κόσμος και να παρακινεί την ψυχή μας προς νέες κατευθύνσεις, υποδεικνύοντάς την πώς «να εφεδρεύη» [βλ. σ. 206]. Αυτά τα δύο στοιχεία εξυψώνουν και πλατύνουν το κείμενο ακόμη περισσότερο -πράγμα που επιδρά ευεργετικά και στην ψυχή του αναγνώστη-, αλλά και το εμπλουτίζουν με την εικόνα, τα χαρακτηριστικά, την προσωπικότητα και την εμπειρία του Γέροντος. Στο βιβλίο αυτό φαίνεται η σοφία του οσίου Νείλου με ενάργεια, διακρίνεται η δύναμη της προσευχής με ζωντάνια και σαφήνεια, στο βάθος όμως κάθε λέξης και κάθε σελίδας αποτυπώνεται η φωτισμένη μορφή του Γέροντος Αιμιλιανού με περισσή ευγένεια και πλεονάζουσα χάρι. Μέσα από το βιβλίο διαφαίνεται ότι είναι βαθύς γνώστης των κρυφών πτυχών της ανθρώπινης ψυχής, των αφανών και φανερών παθών, καθώς και των λεπτών τρόπων της λειτουργίας τους.
Περιγράφει αυτήν την γήινη πραγματικότητα του ανθρώπου με τις πτώσεις του, την υποδούλωσή του στο εγώ, φέρνοντας παραδείγματα από τη ζωή των μοναχών με τόσο άμεσο τρόπο, που σε οδηγεί σε εσωτερική αποκάλυψη και προσωπική εξομολόγηση· σου αποκαλύπτει πολυ οικεία στοιχεία του εσωτερικού σου, σε βοηθάει να τα αναγνωρίσεις και τελικά να τα ομολογήσεις μέσα σου.
Συγχρόνως όμως, μέσα από την ερμηνεία του κειμένου περιγράφει τόσο βιωματικά και την ουράνια προοπτική του ανθρώπου, τη δυνατότητά του να κοινωνήσει και να ενωθεί με τον Θεό μέσα από την καθαρή προσευχή, έτσι ώστε το βιβλίο να γίνεται πηγή έμπνευσης, αφύπνισης και προτροπής να στρέψει ο καθένας μας την εσωτερική του διάθεση ολοκληρωτικά προς αυτήν την κατεύθυνση. Μέσα από βιωματικές εκφράσεις και δυναμικές εικόνες παρουσιάζει την κοινωνία του Θεού και τη χαρά της τόσο εκφραστικά. Γράφει: «Αυτός είναι και ο ρόλος και η ομορφιά ενός μοναχού: να κάθεται και να κοιτάζη τον βασιλιά. Ο μοναχός παρέχει όλη την ασφάλεια και όλη την άνεσι και όλη την ομορφιά στον λαό του Θεού, όταν είναι ενωμένος με τον Θεόν όχι μόνον δια της ψαλμωδίας του, αλλά και δια της χορωδίας της καρδίας του... » [βλ. σ. 213]. Ο Γέροντας «τα άνω ζητεί, τα άνω φρονεί, ου τα επί της γης» και οδηγεί με τον λόγο του τον κάθε αναγνώστη στον πόθο «του εν ουρανοίς πολιτεύματος» και στην δια της καθαράς προσευχής μετοχή του «εισπηδώντος εν ημίν» [βλ. σ. 220] και «εκπορθούντος ημάς» [βλ. σ. 221 ] και «κατακτώντος ημάς» [βλ. σ. 217] Κυρίου και Θεού μας. «Αυτόν προσκυνήσωμεν και δοξολογήσωμεν εις πάντας τους αιώνας» [βλ. σ. 280].
-------------------------------------------
πηγή: http://www.indiktos.gr