Το Ευαγγέλιο του Χριστού αρχίζει με τους λόγους: «Μετανοείτε· ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών». Οι λόγοι αυτοί συνεχίζουν τον διάλογο μεταξύ του Θεού και των ανθρώπων, που διακόπηκε στον Παράδεισο με την παρακοή των Πρωτοπλάστων. Προφέρονται τώρα εν όψει μιας δημιουργίας, ενός γένους, του οποίου Γενάρχης είναι ο ίδιος ο Δημιουργός, ο Χριστός. Η μετάνοια επομένως είναι το μέσο με το οποίο εξαλείφεται η αμαρτία και τελικά πραγματοποιείται η πρωταρχική ρήση του Θεού για τον άνθρωπο: «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και ομοίωσιν».
Έρχεται καιρός κατά τον οποίο ο άνθρωπος αισθάνεται ότι όλα τα έργα της ζωής του φέρουν το σπέρμα της φθοράς και αδυνατούν να αντέξουν το βλέμμα του Αιώνιου Κριτή. Το αίσθημα αυτό οδηγεί σε σωτήρια απόγνωση και ακολούθως στη μετάνοια. Αυτή είναι η αγαθή λύπη, «η οποία εις σωτηρίαν αμεταμέλητον κατεργάζεται», όπως λέει ο Απόστολος.
Στον βίο του άγιου Αμβροσίου της Όπτινα αναφέρεται ότι ο άγιος όταν ρωτήθηκε, λίγο πριν πεθάνει, ποιόν κανόνα προσευχής τηρούσε, απάντησε: «Δεν υπάρχει καλύτερος κανόνας από τον κανόνα της μετανοίας που μας δίδαξε ο Τελώνης: «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Πολλές φορές μεγάλοι Άγιοι, όπως ο αββάς Σισώης, πριν πεθάνουν, ζητούσαν από τον Θεό να παραταθεί η ζωή τους, για να έχουν περισσότερο χρόνο μετανοίας. Αυτό δείχνει ότι η μετάνοια δεν χαρακτηρίζει μόνο την αρχή αλλά και την πορεία και το τέλος της πνευματικής ζωής.
Το πρώτο βήμα του ανθρώπου προς τη μετάνοια είναι να κόψει τα δεσμά που τον συνδέουν με τον έξω κόσμο, για να μπορέσει να εισέλθει στη βαθειά καρδιά του. Η δεύτερη κίνηση είναι να εγκατασταθεί στη βαθειά καρδιά, για να μπορέσει να θεραπευθεί με τη χάρη του Θεού και να βρει τη δική του ενότητα με όλο τον κόσμο.
Η ζωή του χριστιανού αρχίζει με την πίστη στον Χριστό και τη μετάνοια, που αποτελούν για την Εκκλησία τις προϋποθέσεις του Βαπτίσματος. Κατά την πατερική διδασκαλία, μετά τη σαρκική γέννηση του ανθρώπου από τους γονείς του ακολουθεί η δεύτερη γέννησή του που είναι πνευματική και πραγματοποιείται στο μυστήριο του Βαπτίσματος. Υπάρχει όμως και η τρίτη γέννηση που απαιτεί τη δική μας συνεργεία και πραγματοποιείται εσωτερικά με το κλάμα της μετανοίας.
Η χριστιανική ζωή δεν είναι στατική αλλά αυξανόμενη και δυναμική. Είναι αναγκαίο για τον πιστό να διατηρεί τη μετάνοια και μετά το Βάπτισμα, για να μπορεί να αξιοποιήσει τη χάρη που λαμβάνει. Αυτό γίνεται με την τήρηση των εντολών του Θεού. Οι εντολές υποδεικνύουν την οδό του Κυρίου, και όποιος εισέρχεται στην οδό Του βρίσκει συνοδοιπόρο τον Ίδιο τον Κύριο. Σύμφωνα με τον άγιο Μάρκο τον Ασκητή ο Κύριος βρίσκεται κρυμμένος μέσα στις εντολές Του. Έτσι με την τήρησή τους ο πιστός ευαρεστεί στον Θεό και Πατέρα Του· δείχνει ότι είναι αναγεννημένο τέκνο του Θεού. Εκπληρώνει το θέλημά Του και παραμένει στην οικία του Πατρός Του.
Κατά τον προφήτη Ησαΐα υπάρχουν δύο επίπεδα ζωής και φρονήματος, το θείο και το ανθρώπινο. Αυτά απέχουν μεταξύ τους όσο απέχει ο ουρανός από τη γη. Με το χάρισμα της μετανοίας ο άνθρωπος παραμένει στο θείο επίπεδο, στη θεωρία που του εμπνέουν οι θείες εντολές. Με τον τρόπο αυτό διατηρείται και αυξάνει ως τέκνο Θεού.
Η μετάνοια είναι καθολικό χάρισμα, γιατί περικλείει όλες τις αρετές. Ο αββάς Αμμωνάς παρομοιάζει τη μετάνοια του μοναχού με κύκλο φωτιάς που τον περιβάλλει και τον προφυλάσσει από την αμαρτία. Η μετάνοια τον διατηρεί στο ύψος άλλων νοημάτων, του χαρίζει άλλη όραση, τον ελευθερώνει από την προοπτική του ανθρώπου που είναι βδέλυγμα στα μάτια του Θεού και τον εντάσσει στην προοπτική του Ουρανού. Κίνητρα για βαθειά μετάνοια στον άνθρωπο μπορούν να είναι είτε η επίγνωση των αμαρτιών του είτε η συναίσθηση της ανικανότητάς του να ανταποκριθεί στο μεγαλείο της κλήσεως του Θεού. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα των πρωτοκορυφαίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Αυτοί ενθυμούμενοι την αμαρτία τους μετανοούσαν, αλλά και η χάρη αυτής της μετανοίας τους αποκάλυπτε το προαιώνιο σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο, και τους οδηγούσε σε μεγαλύτερο πλήρωμα μετανοίας.
Από τα αρχικά στάδιά της η μετάνοια συνοδεύεται από μεγάλη παράκληση. Ως εκπλήρωση εντολής συνοδεύεται με μισθό από τον Θεό. Η μετάνοια είναι αποχή από τα νεκρά έργα της αμαρτίας και προσκόλληση στον Ζώντα Θεό. Εμπνέεται από την πίστη που ζωοποιεί και οδηγεί σε «περισσόν ζωής». Καταργεί την αλλοτρίωση του ανθρώπου και τον ανασυνδέει με το αρχέτυπό του, τον Θεό. Μόλις ο άνθρωπος βρει την οδό της μετανοίας, συναντάται με τον Κύριο, την Οδό της ζωής.
Με τον τρόπο αυτό, η μετάνοια που προσφέρεται με πίστη και ταπεινό φρόνημα δίνει στον πιστό τη ζωντανή ελπίδα ότι δεν θα πεθάνει στις αμαρτίες του. Όποιος μετανοεί αληθινά, δεν μπορεί να έχει αρρωστημένη απόγνωση. Μπορεί να έχει μόνο μία απόγνωση· την απόγνωση για την πνευματική του πενία. Και ζει τη χαρισματική αυτή απόγνωση μόνος. Μόνω Θεώ. Αντιθέτως, όποιος σκυθρωπάζει στη συναναστροφή του με τους συνανθρώπους του, δείχνει ότι δεν ζει την απόγνωση μόνος ενώ¬πιον του Θεού. Αυτός επιβαρύνει τους αδελφούς του, ενώ έχει εντολή να είναι ευχάριστος.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος τόνιζε τη μετάνοια ως τρόπο ζωής, με τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να βρει την καρδιά του, τον τόπο όπου συναντάται με τον Θεό. Με τη μετάνοια θραύονται τα τείχη που περιβάλλουν την καρδιά. Συνήθως στα πρώτα στάδια της μετανοίας τα δάκρυα είναι περισσότερο ψυχικά· επειδή όμως αναφέρονται στον Θεό και επιστρατεύουν τις ψυχικές δυνάμεις του ανθρώπου, είναι επαινετά. Θυμάμαι ότι μια νεαρή Ελληνίδα είπε κάποτε στον Γέροντα: «Πάτερ, κλαίω πολύ εύκολα, ίσως είναι ψυχολογικό, ίσως σφάλλω». Ο Γέροντας της απάντησε: «Άφησε τα δάκρυα να έλθουν και κάνε τα προσευχή». Αυτό σημαίνει ότι δεν έχει σημασία αν τα δάκρυα είναι ψυχολογικά, διότι αναμειγνύοντάς τα με προσευχή μεταποιούνται σε πνευματικά. Παρ’ όλα αυτά, το κλάμα που γίνεται, όταν ανοίξει η καρδιά, είναι διαφορετικό· ομοιάζει με τον προφητικό συσσεισμό που είναι απαραίτητος, για να ακολουθήσει η λεπτή αύρα. Προηγείται η βίαιη πνοή και προετοιμάζει την έλευση του Παρακλήτου. Ο συσσεισμός και η βίαιη πνοή είναι ο πόνος της μετανοίας που καθαρίζει την καρδιά του ανθρώπου από την ακαθαρσία και τη φθορά του θανάτου και την ετοιμάζει να υποδεχθεί την άφθαρτη παράκληση του Πνεύματος.
Η μετάνοια ανοίγει τη βαθειά καρδιά του ανθρώπου ενώπιον του Θεού, για να σκηνώσει μέσα της η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Όταν δεχθεί ο άνθρωπος αυτή τη χάρη, ζει τις απαρχές της τρίτης γεννήσεως, εκείνης κατά την οποία καθίσταται ο ίδιος συνεργός του Θεού για τον ανακαινισμό του. Τότε αποκτά ο άνθρωπος την κατάσταση του Χριστού· δέχεται στην καρδιά του τον Χριστό που γίνεται ο Ίδιος διάκονος της σωτηρίας του· διανοίγονται τα μάτια της ψυχής του και βλέπει με διαφορετικό τρόπο τον Θεό και τον πλησίον.
Με τη μετάνοια εκπληρώνεται η πρώτη εντολή της αγάπης. Με αυτήν δείχνει ο άνθρωπος ότι κατευθύνει όλη την ορμή του προς τον Θεό, εφόσον ενοποιεί όλες τις δυνάμεις του και στρέφεται προς τον Θεό με όλη την ύπαρξη του. Ανυψώνεται στο επίπεδο της μεγάλης εντολής του Θεού να αγαπά τον Θεό με όλη την ψυχή, τη διάνοια και την καρδιά του. Τότε αρχίζει να βλέπει τον αδελφό του και ολόκληρο τον κόσμο όπως θέλει ο Θεός και έχει μόνο μια διάθεση. Επιθυμεί, «ίνα πάντες σωθώσι δι’ Αυτού», όπως συνήθιζε να λέει ο άγιος Σιλουανός. Ποθεί και προσεύχεται, ώστε η μερίδα του ελέους που του έλαχε να αποβεί κλήρος όλων των ανθρώπων. Έτσι αρχίζει ο άνθρωπος να γίνεται παγκόσμιος και να οδηγείται «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού».
Τέλος με τη μετάνοια ο άνθρωπος γίνεται αληθινός, καθώς πλέον αναγνωρίζει πλήρως την αμαρτωλότητα της εκπεσμένης φύσεώς του. Όπως λέει ο απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης, «εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν». Η αμαρτωλότητα, εξαιτίας των κοσμικών διαστάσεων των συνεπειών της, συνιστά παγκόσμιο γεγονός, το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα κληρονομιά και θλιβερή «συμβολή» κάθε ανθρώπου. «Πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού». Μόλις ο πιστός διαγνώσει την αμαρτία του δεν την κρύβει, αλλά ομολογεί την πτώση του ενώπιον του Προσώπου του Θεού. Φέρει την αμαρτία του στο φως, και αυτό την εξαλείφει. Εδώ έγκειται και η δύναμη του μυστηρίου της εξομολογήσεως. Ο άνθρωπος που μετανοεί και εξομολογείται την πτώση του ενώπιον του Θεού ομολογεί μια παγκόσμια αλήθεια. Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε ότι, αν υπάρχει μια περίπτωση κατά την οποία ο άνθρωπος γίνεται αλάθητος και μάλιστα ενώπιον των οφθαλμών του Κυρίου, είναι εκείνη κατά την οποία ομολογεί την αμαρτωλότητά του. Όταν όμως αληθεύει, ελκύει το Πνεύμα της Αληθείας, το Οποίο φέρνει τον πιστό σε βαθειά συναίσθηση της πνευματικής του πτώχειας και στη συνέχεια τον οδηγεί σε μετάνοια. Το Ίδιο Άγιο Πνεύμα παρέχει ταυτόχρονα τη θεραπεία και τη δικαίωση.
Επιπλέον με τη μετάνοια και την εξομολόγηση ο χριστιανός αναγνωρίζει το σωτήριο του Θεού και μαρτυρεί ότι εναποθέτει την ελπίδα του όχι σε άνθρωπο ούτε σε Άγγελο αλλά στον Ίδιο τον Χριστό, ο Οποίος τον εξαγόρασε με το αίμα της θυσίας Του.
Τέλος η μετάνοια και η εξομολόγηση είναι ο σταυρός που σηκώνει ο πιστός για τη δικαίωση και τη σωτηρία του. Είναι η αισχύνη την οποία υπομένει φανερώνοντας τις αμαρτίες του ενώπιον του Θεού και του λειτουργού της Εκκλησίας. Έτσι τοποθετεί τον εαυτό του στην οδό του Κυρίου. Τη μικρή ή τη μεγάλη αισχύνη της εξομολογήσεώς του ο Θεός την αποδέχεται ως ευχαριστία και θυσία, γι’ αυτό του ανταποδίδει τη χάρη Του που τον ανακαινίζει. Συνεπώς, όποιος τοποθετείται με την εκούσια αισχύνη στην οδό του Κυρίου, βρίσκει τον Κύριο ως συνοδοιπόρο, γιατί Αυτός, όπως είπε, είναι η Οδός, η Οδός της Αλήθειας και ταυτόχρονα της Ζωής. Έτσι στον πιστό που συμπορεύεται ταπεινά με τον Κύριο μεταδίδεται η χάρη και η κατάσταση του Μεγάλου Συνοδοιπόρου. Εν ολίγοις με την εκούσια αισχύνη της εξομολογήσεως αποφεύγουμε την ακούσια αισχύνη της έσχατης κρίσεως και δεχόμαστε τον αιώνιο έπαινο του Θεού.
Βεβαίως ο άνθρωπος λαμβάνει το πλήρωμα της χάριτος με την αδαμιαία μετάνοια. Μόλις καρποφορήσει η προσωπική μετάνοια, ο Θεός φανερώνει στον άνθρωπο τον όλο Αδάμ, και ο άνθρωπος προσφέρει την προσευχή και τη μετάνοιά του ως κραυγή όλης της γης προς τον Θεό. Αυτό διαπιστώνεται συχνά στους δικαίους της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκης. Χαρακτηριστικό από την Παλαιά Διαθήκη είναι το παράδειγμα των Τριών Παίδων, οι οποίοι παρέμειναν αβλαβείς μέσα στην κάμινο και μετανοούσαν, αναλαμβάνοντας την αμαρτία της αποστασίας του Ισραήλ στη Βαβυλώνα. Δέχονταν την κολαστήρια φλόγα της καμίνου ως δίκαιη ανταπόδοση του Θεού για την αμαρτία του λαού Του. Ανάλογα παραδείγματα βλέπουμε επίσης στους βίους των Αγίων. Ο άγιος απόστολος Παύλος ευχόταν να γίνει ανάθεμα για χάρη του λαού του. Ο Μωυσής προσευχήθηκε για τον λαό του και ικέτευσε τον Θεό να τον διαγράψει από τη Βίβλο Του, αν δεν σώζονταν όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποί του. Αλλά και στα χρόνια μας, ο άγιος Σιλουανός υψώνει στον Θεό προσευχή μετανοίας για όλη την οικουμένη.
Πηγή: Αρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου, «Ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος», εκδ. Ι. Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, Αγγλίας. 2012, σ. 152-160.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου