Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013

Η ενωμένη Ευρώπη καί η εθνική μας ταυτότητα

 
Η ενωμένη Ευρώπη καί η εθνική μας ταυτότητα
  ΑΡΧ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΙΒΗΡΙΤΗΣ  

Παρεβάσεις σέ μαθητικό συνέδριο.

(Μετά από εισήγησι μαθητριών μέ θέμα: «Ορθοδοξία καί Δύσι»).
 
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Κατ’ αρχήν, ήταν αξιόλογη η δουλειά πού έκαναν οι εισηγήτριες. Φανερώνεται ο πόνος καί η ανησυχία τών νέων ανθρώπων. Μετά απ' αυτά καί μετά από κάποιες αφορμές πού δόθηκαν, όπως η φράσι «σύμπλεγμα πολιτιστικής κατωτερότητος», κάποια ονόματα πού αναφέρθηκαν, όπως Γρηγόριος Παλαμάς, Νικόλαος Καβάσιλας, Μακρυγιάννης, Κοσμάς Αιτωλός, είναι καλό, όπως λέει ο κ. Παπαδερός, νά προχωρήσωμε σέ κάτι πιό αυθόρμητο, πιό εξομολογητικό, πιό ελεύθερο, άν θέλετε, πιό αναρχικό, δηλαδή πιό Ορθόδοξο, πιό ενωμένο.
Καί μήν ξεχνάτε ότι είστε ‘Ελληνες, καί υπάρχει μέσα μας κάτι. Κάποιοι μιλάνε γιά μιά κυτταρική μνήμη. Πάντως εγώ ξέρω τό εξής: εάν τυχόν υπάρχη ένας στόχος -έτσι νοιώθω, τώρα αρχίζω καί εγώ νά μιλάω εξομολογητικά- ή μιά γενιά ανθρώπων πού μπορούν νά είναι ενδεδυμένοι μέ μιά ταπεινόφρονα μεγαλοφροσύνη, αυτοί είναι οι ‘Ελληνες. Καί άν τυχόν δούμε στήν παράδοσί μας από τήν παλιά εποχή μέχρι τώρα τελευταία -εγώ δέν πάω στόν Μακρυγιάννη, πάω σ' ένα γέρο, σέ μιά γριά, ή σ' ένα νέο ή σέ μικρά παιδιά- υπάρχει κάτι ιδιαίτερο, τό οποίο έχει ανάγκη ο κόσμος.
Ο Ηράκλειτος είχε γράψει τό «περί φύσεως», σάν αφιέρωσι στόν ναό τής Αρτέμιδος, καί αυτά πού σώζονται τώρα είναι μερικά αποσπάσματα. Κομμάτια λόγου τά οποία έχουν προκαλέσει μιά ατέλειωτη βιβλιογραφία· καί τά μεγαλύτερα, τά πιό ανήσυχα πνεύματα, όπως ο Νίτσε, θέλουν νά θεωρούνται διάδοχοι τού Ηράκλειτου.
‘Οταν διαβάσης τά σχόλια τών διαφόρων, νοιώθεις ότι τόν αγνοούν τόν Ηράκλειτο. Κι ο Ηράκλειτος τούς μπλέκει. Κι άν διαβάσης στή συνέχεια τήν Ορθόδοξη παράδοσι, άν πάς στόν Γρηγόριο Νύσσης, στόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο, νοιώθεις ότι αυτοί καταλαβαίνουν τόν Ηράκλειτο. Αυτοί καταλαβαίνουν τόν άνθρωπο. Καί από ‘κεί συνέχεια πάμε στόν Μακρυγιάννη, καί πάμε σέ μιά γριά στά ‘Ανώγεια -θά τό ξαναπώ- πού, όταν εξομολογήθηκε, στό τέλος μού λέει: «Νά χαίρεσαι τόν σταυρό σου». Καί άλλος ένας μού λέει τό ίδιο: «Νά χαίρεσαι τόν σταυρό σου». Μά, λέω, τί είναι αυτό;
Μού λένε: Γιά έναν παντρεμένο λέμε «νά χαίρεσαι τά παιδιά σου», γιατί ο παντρεμένος σάν χαρά έχει τά παιδιά του. Σέ έναν παπά, «νά χαίρεσαι τήν ιερωσύνη σου», καί σέ έναν καλόγερο ή μιά καλογρά, «νά χαίρεσαι τόν σταυρό σου». Αυτό είναι η θεολογία τού Μαξίμου τού Ομολογητού, αυτή είναι η κορυφή τής πνευματικότητας. Καί δέν πιστεύω κανείς πολιτισμένος, γερμανόφωνος Ελβετός νά πή στόν Καθολικό καλόγερο «νά χαίρεσαι τόν σταυρό σου». Γιατί, παρ’ όλη τή μόρφωσι, δέν έχει αυτή τήν εμπειρία, ότι μπορεί από τόν σταυρό καί από τή θυσία νά βγή η μεγαλύτερη χαρά.
Μέσα μας έχομε αυτό τό ελάχιστο προζύμι. Εγώ χαίρω, όταν ακούω τίς μαθήτριες νά τά λένε αυτά. Θά ήθελα όμως εσείς, πού έχετε μέσα σας αυτό τό προζύμι, όλοι μας δηλαδή, νά έρθωμε σέ επαφή προσωπική μέ τόν Γρηγόριο τόν Παλαμά, μέ τόν Κοσμά τόν Αιτωλό, μέ τόν Μακρυγιάννη. Καί τότε, εάν τυχόν αυτό γίνη, θά δούμε ότι αυτόματα παίρνομε, όχι μιά ηγετική, αλλά τήν ηγετική πνευματικά θέσι στήν Ευρώπη. Είμαστε υποχρεωμένοι νά είμαστε ‘Ελληνες Ορθόδοξοι, γιά τό καλό όλων.
Άν τυχόν τό πάρωμε έτσι, τότε θά δούμε πώς βρίσκομε τόν εαυτό μας καί πώς όλος ο κόσμος βρίσκει τόν εαυτό του.
Αυτό πού είπατε, γιά τίς ατέλειωτες αιρέσεις καί βλακείες πού έρχονται, είναι αλήθεια. Λέει κάτι στό Γεροντικό: Όταν «καίεται υποκάτω ο λέβης, ου δύναται μυία άψεσθαι αυτού», όταν κοχλάζη τό καζάνι, δέν μπορούν νά κάτσουν μύγες επάνω. ‘Οταν είναι χλιαρό, κάθονται όλες οι μύγες. ‘Οταν ανατείλη ο ήλιος, σβήνουν όλα τά αστέρια. Δέν χρειάζεται καμμιά προσπάθεια νά σβήσωμε κανένα αστέρι. ‘Οταν ανατείλη καί παρουσιαστή τό ήθος τής ‘Ορθοδοξίας, η χάρις η μοναδική πού σέβεται βαθιά τόν άνθρωπο, τιμά τόν άνθρωπο, τιμά τήν ανθρωπότητα, καί κάνει τόν καθένα, όχι ανδράποδο ενός αυταρχικού καί δικτατορικού καθεστώτος, ούτε κάν ένα νούμερο ενός δημοκρατικού καθεστώτος, αλλά πρόσωπο. Η Ορθόδοξη ‘Εκκλησία αναδεικνύει τόν καθένα άνθρωπο, τόν άσχετο άνθρωπο, δηλαδή τόν παραπεταμένο άνθρωπο, κατ’ εικόνα Θεού, κάτι μεγαλύτερο από όλη τή δημιουργία. Ο καθένας ανακεφαλαιώνει όλη τήν ‘Εκκλησία. Γι’ αυτό, όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, «είς άνθρωπος κατωνομάσθη τό πάν γένος ανθρώπων».
Μέσα στήν Ορθόδοξη ‘Εκκλησία δέν θά έχωμε, ξέρετε, χαρτιά νά σημειώνωμε τίς παρατηρήσεις μας, αλλά μέσα στό ίδιο τό ανακαινισμένο είναι μας θά βλέπωμε νά ανακεφαλαιώνεται τό μυστήριο τής ανθρωπότητος καί τής ‘Εκκλησίας καί τού σύμπαντος κόσμου. Αυτό είναι τό μεγαλείο πού προσφέρεται διά τής ‘Εκκλησίας στόν καθένα άνθρωπο, καί έτσι ο Ορθόδοξος άνθρωπος, η Ορθόδοξη κοινότης, δέν είναι τίποτα άλλο, παρά μιά Θεοφάνεια. Καί βλέπετε αυτό πού έπαθαν οι Ρώσοι. Γύρευαν μιά θρησκεία. ‘Οταν μπήκαν στήν Αγια-Σοφιά μέσα, οι άνθρωποι τά έχασαν. Καί λένε: «Σταματάμε τώρα τά ψαξίματα. Εδώ ο ουρανός είναι στή γή, καί η γή έχει γίνει ουρανός». Καί δέν ξέρω άν έχετε πάει στήν Αγια-Σοφιά. Θυμάμαι μιά φορά, πού ήμουνα μέσα καί άκουγα έναν Τούρκο αρχαιολόγο, καί έκανε ξενάγησι. Καί ο Τούρκος, ο ταλαίπωρος, έλεγε ακριβή πράγματα, δηλαδή πόσο μήκος έχει η Αγια-Σοφιά, πόσο ύψος, καί από πού έχουν έρθει οι κολόνες. Αλλά όλα αυτά ήταν μιά διαγραφή τού μυστηρίου τής Αγια-Σοφιάς. Η Αγια-Σοφιά λειτουργεί ακόμα. Καί ένας πού αναζητά τήν αλήθεια τό νοιώθει. Καί νοιώθεις ότι τό ύπαιθρο έχει γίνει σπίτι μου, καί τό σπίτι μου έχει τίς διαστάσεις τής ελευθερίας.
Καί αυτό πού έχει η Αγια-Σοφιά, είναι ότι λειτουργεί, άσχετα άν είναι τζαμί, ή -άν θέλετε- καί στάχτη νά γίνη, λειτουργεί. Γιατί χτίστηκε η Αγια-Σοφιά. Τό θαύμα ετελέσθη. Δι’ αυτού φανερούται ο ανείκαστος.
Γνώρισα έναν καλόγερο ‘Αγγλο, ταλαντούχο, γλύπτη, ζωγράφο, πού μού λέει ότι «εγώ έγινα Ορθόδοξος από τήν εικόνα τήν Ορθόδοξη. Είδα ότι εκεί είναι κάτι πέρα από τήν τέχνη, καί ο άνθρωπος θέλει πέρα από τήν τέχνη, θέλει πέρα από τό κτιστό».
Στή συνέχεια, τό ίδιο είναι, ξέρετε, μέ τό βυζαντινό μέλος. Θυμάμαι όταν έψελναν στό μοναστήρι τό «Τή Υπερμάχω» τό αργό, ήταν σάν νά ήμασταν μέσα στήν Αγια-Σοφιά. Τό ψάλσιμο αυτού τού αργού μέλους είναι η οικοδομή, τό χτίσιμο τής Αγια-Σοφιάς. Η εικόνα σέ φέρνει στήν ελευθερία. Η θεολογία η δική μας μοιάζει πολύ μέ τού Ηράκλειτου τήν προσπάθεια νά ξεπεράση τό κτιστό· γι’ αυτό, λέγεται σκοτεινός ο Ηράκλειτος, επειδή είναι πάρα πολύ φωτεινός, άν τόν καταλάβης.
Οπότε, τό πλεονέκτημα, τό προνόμιο καί τό χρέος τό μεγάλο είναι ότι είμαστε Έλληνες Ορθόδοξοι. Καί βάζω καί τό «‘Ελληνες», γιατί μέσα στήν ‘Ορθοδοξία ό,τι θετικό στοιχείο υπήρχε από τόν Ελληνισμό μεταφράστηκε, προσελήφθη καί μετεμορφώθη.
Κι όπως λέει η γνωστή καθηγήτρια τού Παρισιού, η Γλύκατζη-Arveler, μέ τό Βυζάντιο έχομε μιά νέα ανάγνωσι τού αρχαιοελληνικού μαθήματος. Οπότε, όταν είσαι Έλληνας Ορθόδοξος, έχεις μιά μικρή, ταπεινή αποστολή: Νά έχης τήν ηγετική πνευματική θέσι στήν Ευρώπη. Είμαστε, όπως είπε κάποιος, οι αριστοκράτες τής Ευρώπης, είμαστε καταδικασμένοι νά έχωμε αυτή τή θέσι. Καί βλέπετε ότι στήν παράδοσί μας τόν Ελληνισμό δέν τόν έσωσε κάποιο καθεστώς, ούτε μιά απόφασι ενός συλλαλητηρίου, αλλά τόν έσωσαν πρόσωπα. Κι αυτά τά πρόσωπα μπορεί νά είναι ένας Γρηγόριος Παλαμάς, νά είναι ένας Μάρκος Ευγενικός, ένας Κοσμάς Αιτωλός, ένας Μακρυγιάννης... Αλλά, ξέρετε, υπάρχουν ατέλειωτα πρόσωπα ανώνυμα, πού μετέχουν τού υπερωνύμου Ονόματος, καί αυτά σώζουν τήν παράδοσι.
Πάντως, προσωπικά, όσο έζησα στή Δύσι, είδα ότι εκεί πέρα υπάρχει εξευγενισμένα ό,τι ψεύτικο υπάρχει εδώ καί μάς βασανίζει. Καί η Δύσι μού φαίνεται επαρχιωτισμός, καί οι άνθρωποι είναι σκλάβοι, καί περιμένουν τήν ελευθερία, όχι από τή δικιά μας εξυπνάδα, αλλά από τό πνεύμα τής ‘Εκκλησίας, τό οποίο μάς δόθηκε.
Κάποτε, όταν γύριζα από τίς Βρυξέλλες, στό αεροπλάνο ήταν ένα σχολείο, η τελευταία τάξι τού λυκείου, μαθήτριες από τό Βέλγιο, πού κατέβαιναν στήν Ελλάδα. Καί ήρθε καί κάθισε δίπλα μου ο καθηγητής. Μέ είδε μέ τά ράσα, μού έπιασε συζήτησι. Τόν ρώτησα τί διδάσκει, καί η απάντησι ήταν: λατινικά καί θρησκευτικά. Μά, λέω, είστε ιερεύς; (γιατί θρησκευτικά εκεί διδάσκουν ιερείς). Λέει ο άνθρωπος: «Κοιτάξτε, έχω βέρα, ήμουν ιερεύς, αλλά παντρεύτηκα». Καί ο άνθρωπος ήταν ένας άνθρωπος πονεμένος. Καί κατάλαβα ότι υποφέρει. Καί σού λέει: «Εμείς, οι θεολόγοι, δέν μπορούμε νά ανεχθούμε τόν Πάπα, δέν μπορούμε νά ανεχθούμε αυτό τό καθεστώς». Καί τόν πόνεσε η ψυχή μου τόν άνθρωπο. Καί μιά μαθήτρια έρχεται καί μού λέει: «Είναι συμπαθητικός, δέν είναι;» Θαρρώ πώς οι μαθήτριες τόν αγαπάνε, επειδή είναι πονεμένος. Τής λέω: «Είναι πάρα πολύ συμπαθητικός». Καί πράγματι, ήταν συμπαθητικός, καί είναι συμπαθητικοί οι ανήσυχοι άνθρωποι στήν Ευρώπη.
Νά σάς πώ κάτι άλλο; Γιά μένα αυτό πού έχει σημασία είναι η αλήθεια. Καί τό Κρεμλίνο ήταν πιό αληθινό από τό Βατικανό, γιατί τό Κρεμλίνο λέει ότι είμαι άθεος, καί δεύτερον, διότι τό Κρεμλίνο διαλύθηκε, άρα, είναι σέ θέσι πλεονεκτική.
Τό Βατικανό λέει ότι αντιπροσωπεύω τόν Θεό. Είναι ψεύτης, καί δέν διαλύθηκε ακόμα, καί τό καρκίνωμά του θά βασανίση πολύ τόν κόσμο.
Προσωπικά, άν ήμουν στήν Ευρώπη, επειδή αναπαύομαι στήν Ορθόδοξη ‘Εκκλησία, η οποία Ορθόδοξη ‘Εκκλησία μέ βοηθάει νά ξεπερνάω τήν Ορθόδοξη ‘Εκκλησία, θά ανήκα πιό πολύ στούς αμφισβητίες, παρά στό Βατικανό. Δέν μπορώ νά δεχτώ αυτά τά ψέμματα.
Οι αληθινοί άνθρωποι υποφέρουν. ‘Οφείλομε νά είμαστε Ορθόδοξοι, καί έτσι, οι ελάχιστοι έχομε μιά μέγιστη αποστολή, η οποία ορίζεται απ’ αυτό πού μάς κληρονόμησαν αυτοί πού μάς γέννησαν κατά σάρκα καί κατά πνεύμα. ‘Ολος ο πόνος, από τόν Ηράκλειτο μέχρι τήν τελευταία γριά σήμερα, υπάρχει μέσα στήν Ορθόδοξη Εκκλησία, καί εσείς οφείλετε νά συνεχίσετε αυτήν τήν παράδοσι. Εσείς τί θά κάνετε; Θά χαρήτε τή ζωή σας, καί θά κάνη ο καθένας ό,τι θέλει, ό,τι τόν καλεί ο Θεός, αλλά θά χαρή τή ζωή του.
‘Ενα πράγμα είναι γεγονός, ότι δέν μπορούμε νά είμαστε ‘Αμερικανάκια. Αυτοί πού προηγήθηκαν ημών τό πήραν τό τραγούδι πάρα πολύ ψηλά, καί οφείλομε νά συνεχίσωμε αυτήν τήν παράδοσι. Καί νά σάς πώ καί κάτι άλλο: ‘Επειδή τό πήραν πάρα πολύ ψηλά τό τραγούδι καί επειδή δέν μπορούμε νά τό διατηρούμε συνέχεια εκεί, γι’ αυτό, οι Νεοέλληνες είμαστε ή πάρα πολύ σοβαροί ή πάρα πολύ γελοίοι. Οπότε, μή σάς παραξενεύη όλη αυτή η εναλλαγή. Αλλά, εν τέλει, νομίζω ότι όλοι ζητούν νά επικρατήση, όχι η ουνία, τό ψέμμα, πού είναι κοροϊδία καί βάσανο γιά τόν άνθρωπο, αλλά νά επικρατήση αυτό πού είπαμε ότι υπάρχει μέσα στήν ‘Ορθόδοξη ‘Εκκλησία. Καί αυτό δέν ανήκει σέ εμάς, ανήκει σέ όλον τόν κόσμο.
Λέει ο άγιος ‘Ιωάννης ο Χρυσόστομος ότι ο Χριστός έπαθε «έξω πόλεως, έξω τειχών, ουχί επικειμένης στέγης, αλλά επικειμένου ουρανού, επί υψηλού ικρίου, ίνα καθάρη τόν αέρα καί τήν οικουμένην». Καί δέν είναι μερικός ο καθαρισμός, αλλά είναι καθολικος. Είναι η θυσία υπέρ πάσης τής οικουμένης. Καί μέ αυτόν τόν τρόπο μάς προσέφερε τήν αρχαία πατρίδα, τήν πατρώα πόλι καί τήν οικία. Σέ ποιόν; «Τή κοινή τών ανθρώπων φύσει», στήν κοινή φύσι τών ανθρώπων προσέφερε αυτήν τήν αρχαία πατρίδα, τήν πατρώα πόλι, τήν οικία, τόν Παράδεισο.
Αυτά είχα νά πώ, καί συγγνώμη, άν είπα ανακατεμένα πράγματα. Θά ήθελα ο καθένας σας στή συνέχεια νά μιλήση ελεύθερα· εδώ δέν βάζομε βαθμούς.
................
(Μετά από συζήτησι γιά τό άν η Εκκλησία «μένει προσκολλημένη σέ στείρες παραδόσεις» καί γιά τό θέμα τής χειροτονίας τών γυναικών).
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Θά ήθελα νά παρέμβω. Αυτό πού θέλω νά πώ, είναι νά μπαίνωμε σιγά-σιγά στήν Ορθόδοξη αίσθησι, πού είναι η καθολική αίσθησι καί ο σεβασμός τού ανθρώπου, ξεκινώντας από τήν αυθόρμητη διατύπωσι τών λογισμών μας.
Κατ’ αρχήν, υπάρχουν στείρες παραδόσεις. Πάρα πολύ καλά. ‘Ετσι πού έχουν γνωριστή οι παραδόσεις είναι στείρες, καί κάθε τι στείρο είναι γιά πέταμα. Δεύτερον, η γυναίκα νομίζω ότι είναι κάτι πολυτιμότερο, καί στή δημιουργία τό πολυτιμότερο, γιατί, άν ο άνδρας επλάσθη από τή γή, όπως λέει η Γένεσι, καί έχει μιά σημασία αυτή η ιστορία, καί η γυναίκα δέν είναι από τή γή, αλλά από τήν πλευρά. Είναι κάτι ευγενέστερο. Νομίζω δέ ότι μέσα στήν ‘Εκκλησία η Παναγία δέν ήταν ούτε διάκος, αλλά είναι η «τιμιωτέρα τών Χερουβίμ καί ενδοξοτέρα ασυγκρίτως τών Σεραφίμ»· δείχνει πού μπορεί νά φτάση η γυναικεία φύσι. Οπότε, εγώ θέλω τό εξής (επειδή είμαι φεμινιστής): νά μή θελήσωμε διά τού φεμινισμού νά ευτελίσωμε τή μεγάλη αξία τής γυναίκας, καί από ‘κεί πού είναι πέρα από τούς δεσποτάδες καί τούς Πατριάρχες, νά τό θεωρήσωμε μεγάλη τιμή νά τήν κάνωμε διάκο. Είναι πέρα από τούς διάκους καί πέρα από τούς πατριάρχες, εάν τυχόν είναι αυτό πού είναι.
Γι’ αυτό, λέω τό εξής: Άς μάθωμε τήν Ορθόδοξη λογική, γιά νά απολαύσωμε τήν απόλυτη ελευθερία, η οποία -ταυτόχρονα- μάς οδηγεί στό ζεστό μας σπίτι.
.........................
(Απάντησι σέ ερώτησι τού μαθητή Μιχαηλίδη γιά τή θέσι τής Εκκλησίας στό γεγονός ότι είμαστε θρησκευτική μειονότητα στήν Ευρώπη).
 π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Θέλω νά πώ τό εξής: είμαστε η θρησκευτική μειονότης...
Μιχαηλίδης: Αριθμητικά πάντα μιλάω
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: -Αριθμητικά, ναί, γι’ αυτό είμαστε μεγάλη δύναμις. Θά ήθελα κατ’ αρχήν νά μιλούσαν πολλοί, γιατί πολλοί θέλουν νά μιλήσουν εναγωνίως, ώστε νά μήν έχωμε θέμα μιάς εξισώσεως, αλλά συστήματος εξισώσεων μέ πολλούς αγνώστους, καί όλα μαζί νά λυθούν. Γιατί, όταν οι μαθητές εκφράζωνται ελεύθερα, δείχνουν τήν αγωνία τους, τό επίπεδό τους, καί ταυτόχρονα κρίνεται καί η παιδεία πού τούς προσφέρεται. Γι’ αυτό, θά ήθελα νά ακουστούν οι προβληματισμοί περισσοτέρων, καί έτσι ενιαίως θά φτάσωμε σέ μιά απάντησι, καί νά μήν παίρνωμε μία-μία, κεχωρισμένως, καί νά τήν αντιμετωπίζωμε δυτικώς.
............
(Μετά από συζήτησι γιά τή θρησκευτική ελευθερία καί τόν προσηλυτισμό στήν Ελλάδα καί τούς «θεολόγους» κάποιων αιρέσεων).
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Θέλω νά αφήσω νά λένε πιό πολύ τά παιδιά. Πάντως, έδωσαν από ‘δώ τά παιδιά απάντησι, καί χαίρω, γιατί πάμε νά βρούμε ένα μίτο πού θά μάς βγάλη στή διέξοδο.
Άν τυχόν έχη κανείς αισθήσεις, φυσικά δέν τόν πιάνουν αυτά τά πράγματα. Βλέπετε ότι στήν αρχή η μητέρα στό μωρό παιδί δίνει τό γάλα καί τό φαγητό σέ αποστειρωμένα σκεύη. Στή συνέχεια τά καταργεί, γιατί καί τά μικρόβια κάνουν καλό, δημιουργούν αντισώματα. Οπότε, στήν αρχή χρειάζεται μιά προσοχή. Κι έχει σημασία ένας πού λέει ότι είναι θεολόγος πού παραπέμπει. Εγώ μπορώ νά σάς μιλάω απόλυτα, καί ταυτόχρονα αυτά πού σάς λέω, γιά νά τά σεβαστήτε, πετάξτε τά όλα στόν κάλαθο τών αχρήστων. Αλλά είμαι σίγουρος, έτσι νοιώθω, ότι δέν σάς εμπαίζω, γιατί σάς παραπέμπω κάπου. Σάς παραπέμπω στήν Ορθόδοξη ‘Εκκλησία. Καί όπως λέει ο ‘Απόστολος Παύλος στήν πρός Θεσσαλονικείς: «Ου πάντων η πίστις»· καί ου πάντων η ‘Ορθοδοξία. Άν κανείς είναι πλασμένος γιά τά μεγάλα, τότε θά προχωρήση.
Τώρα, αυτό πού ελέχθη γιά τή μεγάλη δύναμι τού Βατικανού στήν Ευρώπη καί άν είναι απειλητική γιά μάς. Πρίν από λίγα χρόνια, όχι πολλά, είχα διαβάσει κάτι πού έγραφε ο Λένιν γιά τόν Ντοστογιέφσκι. Λέει: «Κοίταξε, δέν χάνω τόν καιρό μου μέ τέτοια σκουπίδια». Κι είπα μέσα μου: «Εν Χριστώ αδελφέ Λένιν, μή λές μεγάλες κουβέντες». Καί είδατε ότι έπεσε όλο αυτό τό οικοδόμημα, όλες αυτές οι παράτες καί οι απειλές. Υπάρχει μιά ελάχιστη δύναμι, η οποία «εν ασθενεία τελειούται».
Θά έλεγα ότι υπάρχει ο «τρόπος τής τού παντός διοικήσεως», καί τά πάντα διοικούνται από ένα νόμο τής αγάπης. Αυτές οι επιβολές καί τά ψέμματα, είτε μέ τά τάνκς τού Μουσολίνι ή τού Χίτλερ, ή μέ τήν επιβολή τού Πάπα, αυτά «βασιλεύουν αλλ’ ουκ αιωνίζουν». Αυτό τό οποίο σώζει όλους, είναι αυτό τού οποίου η δύναμις «εν ασθενεία τελειούται», καί αυτό τό οποίο ανίσταται εκ τών νεκρών. Καί αυτό τό λίγο, τό οποίο σώζει όλους, έχει νά δώση η ‘Εκκλησία.
Τώρα, τό άλλο: «Τί λέει η ‘Εκκλησία γιά τήν είσοδο τής Ελλάδος στήν Ενωμένη Ευρώπη;» Μού αρέσει η ερώτησι, γιατί δέν καταλαβαίνομε τί είναι ‘Εκκλησία.
‘Εγώ δέν θά ήθελα νά δούμε τήν ‘Εκκλησία σάν έναν οργανισμό. Καί δέν μέ ενδιαφέρουν οι οργανισμοί οι εξωτερικοί. Θέλω νά πώ ότι αυτά τά πράγματα, οι ιστορικές εξελίξεις, προχωρούν μόνες τους. Καί πρίν μπούμε στήν Ευρώπη, ήμασταν ήδη στήν Ευρώπη. Είχαν πάει οι μετανάστες, καί έρχονταν εδώ οι τουρίστες.
Καί τώρα αυτό πού θά πή η ‘Εκκλησία γιά τήν είσοδο στήν Ευρώπη, γιά μένα είναι πώς θά αντιδράση η πνευματική μας δύναμι καί ποιός θά νικήση. ‘Ανέκαθεν βλέπετε ότι υπερτερούσε τό ελληνικό πνεύμα. Καί τούς κατακτητές, τούς Ρωμαίους, τούς κατακτήσαμε δι’ αυτής τής δυνάμεως τής πνευματικής. Καί στή συνέχεια, οι Έλληνες Πατέρες είναι αυτοί πού είναι Οικουμενικοί Διδάσκαλοι. Σήμερα δίδεται ελεύθερη πάλη στόν χώρο τής Ευρώπης. Καί, αναπόφευκτα, στό τέλος θά νικήση ο ασθενής, τό «από καταβολής κόσμου εσφαγμένον Αρνίον» τής ‘Αποκαλύψεως. Όποιος αυτό πιστεύει, ήδη από τώρα ζή ήρεμα, καί νοιώθει τήν ενότητα πού υπήρχε, υπάρχει καί θά υπάρχη.
...................
(Απάντησι σέ παρατήρησι ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, αντίθετα μέ τίς άλλες ομολογίες, δέν προσαρμόζεται στήν ευρωπαϊκή πραγματικότητα)
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Μπορεί νά είμαστε πάρα πολύ ενημερωμένοι, καί νά είμαστε οι ουραγοί. Καί μπορεί νά είμαστε απόντες, καί νά ρυθμίζωμε εμείς τίς τύχες τών εξελίξεων τών πραγμάτων. Αυτό πού νομίζω ότι έπρεπε νά γίνη τώρα καί τό είχα πή καί στόν Οικουμενικό Πατριάρχη, όταν ερχόμαστε από τό ‘Ορος, είναι ότι θά πρέπη νά πάψη η Ορθόδοξη ελληνική μειονότης πού είναι στό εξωτερικό νά ζή μέσα στό γκέτο της, καί νά ανοίξη τίς πύλες πρός όλο τόν κόσμο. Δηλαδή, αυτό πού λέει ο Κατηχητικός Λόγος τού Χρυσοστόμου τό Πάσχα: «Πάντες απολαύσατε τού συμποσίου τής πίστεως, πάντες απολαύσατε τού πλούτου τής χρηστότητος». Δέν ανήκει σέ εμάς η ‘Ορθοδοξία.
Καί τώρα, μέ τήν ΕΟΚ, είδα ότι υπάρχουν νέοι άνθρωποι. Παλιά ήταν οι εργάτες πού πήγαιναν νά βγάλουν ένα κομμάτι ψωμί καί οι φοιτητές πού πήγαιναν νά σπουδάσουν. Τώρα είναι πολλοί, μετριούνται σέ χιλιάδες, νέοι επιστήμονες πού δουλεύουν στήν ΕΟΚ, στό ΝΑΤΟ καί σέ άλλους διεθνείς οργανισμούς, οι οποίοι -όντας τής ίδιας ηλικίας καί τής ίδιας μορφώσεως μέ τούς άλλους Ευρωπαίους- δουλεύουν σέ παράλληλα γραφεία, καί οι Έλληνες αυτοί, οι νέοι επιστήμονες, όντας μακριά από τήν Ελλάδα καί από τήν Ορθόδοξη ‘Εκκλησία, προβληματίζονται καί γνωρίζουν καλύτερα τήν Ελλάδα καί τήν Ορθόδοξη ‘Εκκλησία. Καί αυτό πού πρέπει νά γίνη, καί γίνεται σιγά-σιγά, είναι νά ανοίξουν οι πύλες τής Ορθόδοξης ‘Εκκλησίας πρός όλους. ‘Οχι νά κάνωμε προσηλυτισμό, αλλά δέν μπορούμε νά κλείσωμε αυτή τή χάρι.
Καί νά δούμε ποιοί γίνονται σήμερα Ρωμαιοκαθολικοί ή Προτεστάντες. Κάποιοι άγνωστοι, φτωχοί, πού ίσως παντρεύτηκαν έναν προτεστάντη ή μιά προτεστάντισσα. Ποιοί γίνονται Ορθόδοξοι; Γίνονται Ορθόδοξοι οι μοφωμένοι, οι συγκεκριμένοι, οι μορφές: Ο π. Πλακίδας, ο π. Κάλλιστος Ware, ένας ιερομοναχος σέ αγιορείτικο μοναστήρι, πού ήταν υφηγητής τής Πατρολογίας στήν Ελβετία. Οπότε, η δύναμίς μας βρίσκεται σέ αυτή τήν αλήθεια. Κι άν τυχόν δοθή αυτή η μαρτυρία, τότε αμέσως θά αυξάνη τό φώς καί η παρουσία τής ‘Ορθοδοξίας. Καί νά μήν πούμε γιά τό καζάνι, άν βράζη από θυμό, άς πούμε ότι ο ήλιος πού σβήνει τά αστέρια, μιά χάρις, η οποία μάς δίνει τή δυνατότητα γιά πραγματική ενότητα καί ελευθερία.
..............................
(Απάντησι σέ ερώτησι γιά τό πόσο ενωμένη είναι σήμερα η Ορθοδοξία καί γιά τήν αναγραφή τού θρησκεύματος στίς αστυνομικές ταυτότητες)
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Σάς είπα στήν αρχή ότι στήν Ορθοδοξία μέσα απολαμβάνει κανείς τήν ελευθερία. Αλλά πρέπει νά τή δούμε τήν ‘Ορθοδοξία στήν αλήθεια της καί σέ ένα ορισμένο επίπεδο. Ο ‘Ιωάννης ο Χρυσόστομος διερωτάται γιά τόν ‘Ιούδα τί γίνεται καί γιατί δέν τόν έσωσε ο Χριστός. Καί λέει ο ίδιος ότι δέν μπορείς νά κάνης τίποτα αληθινό διά τής βίας. Δέν μπορείς νά βάλης μέ τή βία κάποιον στόν Παράδεισο. Κι όπως λέει κάποιος, καλύτερα μιά πραγματική κόλασι, παρά ένας φανταστικός παράδεισος.
‘Εγώ θέλω νά σάς μιλήσω εκ τών υστέρων· δηλαδή, εάν πούμε ότι έχομε α, β, γ, δ θρησκείες, νά διαλέξη ο καθένας μιά θρησκεία. Εάν πούμε ότι υπάρχει αυτή η γεωγραφία τών θρησκειών, θά σού πή ο άλλος: Είσαι στήν Αραβία; Μουσουλμάνος είσαι. Εδώ στήν Ελλάδα; Ορθόδοξος είσαι. Στή Ρωσία, πιό πολύ Ορθόδοξος, καί λίγο Βαπτιστής. Κάπως έτσι. Έτσι τά βλέπουν οι θρησκειολόγοι.
‘Εγώ δέν βλέπω τήν ‘Ορθοδοξία σάν θρησκειολόγος, αλλά, άν θέλετε, τή βλέπω σάν άνθρωπος. Καί μιά φορά, σέ μιά συνάντησι πού είχαμε στό αμφιθέατρο τής ‘Ιατρικής καί είχαν βάλει οι φοιτητές τόν τίτλο «‘Ορθοδοξία καί αναρχία», εγώ τούς είπα τό εξής: Κοιτάξτε, ο άνθρωπος είναι κάτι πού δέν χωρά σέ κανένα σύστημα, σέ καμμιάν ιδεολογία καί σέ καμμιά θρησκεία. Κι άν θέλετε, ούτε στήν ‘Ορθοδοξία χωράει. Κι επειδή η ‘Ορθοδοξία μέ βοηθάει νά είμαι μή Ορθόδοξος, γι’ αυτό είμαι Ορθόδοξος. Κι άν τυχόν ο δικός σας αναρχισμός σάς βοηθάει νά είστε μή αναρχικοί, τότε είμαστε εν τάξει. Άν είστε αναρχικοί, τότε είστε χαμένοι αναρχικοί. Κι ο κομμουνισμός σου σέ βοηθάει νά είσαι μή κομμουνιστής; Πέραν από τόν κομμουνισμό; Τότε συνεννοούμαστε. Αλλιώς, δέν μέ ενδιαφέρεις.
Καί σάς λέω τό εξής: Η ‘Ορθοδοξία δέν λατρεύει ένα Θεό είδωλο, αλλά τόν Υπέρθεο. Καί μέσα στή Λειτουργία λέμε: «‘Αξιον καί δίκαιον σέ υμνείν, σέ ευλογείν, σέ αινείν, σοί ευχαριστείν». Γιατί; «Σύ γάρ εί Θεός ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος». Άν ήταν νοητός, ορατός, καταληπτός ο Θεός, θά ήταν ένα είδωλο, καί θά ήταν ένας δικτάτορας. Αλλά επειδή είναι αόρατος, ακατάληπτος, απερινόητος, γι’ αυτό αξίζει τόν κόπο νά υμνήται. Καί γι’ αυτό, ξέρετε τί μπορεί νά πή κανείς; Νά σάς τό πώ, άν καί γι’ αυτό μέ κατηγόρησαν κάποτε, μού έκαναν μήνυσι στήν Ιερά Σύνοδο ότι είμαι άθεος. ‘Εκεί πού λέει: «σύ γάρ εί Θεός ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος», μπορούμε νά προσθέσωμε καί «ανύπαρκτος». Κι επειδή είσαι ανύπαρκτος, γι’ αυτό, όντως υπάρχεις. Καί λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ότι ο Θεός δέχεται «τό μή είναι μάλλον, διά τό υπερείναι, ως οικειότερον επ' αυτού λεγόμενον». Δηλαδή, επειδή ο Θεός είναι πάνω από τό είναι, μέ οποιαδήποτε έννοια τής υπάρξεως μπορούμε νά έχωμε εμείς, δέν μπορείς νά πλησιάσης τήν ύπαρξι τού Θεού μέ τίς δικές σου δυνατότητες. Οπότε, άν πής ότι δέν υπάρχει, είσαι πιό κοντά απ’ τό νά πής ότι υπάρχει.
Κι ο Γρηγόριος ο Νύσσης λέει τό εξής: Τί σημαίνει ότι ο Μωϋσής είδε τόν Θεό μέσα στόν γνόφο, μέσα στό σκοτάδι; Σημαίνει ότι ο Θεός βρίσκεται εκεί όπου δέν μπορεί νά φτάση ο άνθρωπος, ούτε μέ τήν αίσθησι ούτε μέ τή διαίσθησι ούτε μέ τή γνώσι. Καί καταλήγει λέγοντας: «‘Αρα, τό αληθώς ιδείν τόν Θεόν ευρίσκεται εν τώ μή ιδείν τόν Θεόν» καί η γνώσι στήν άγνοια. Οπότε, τό γεγονός τής Ορθοδόξου πίστεως είναι μεγαλύτερο από τήν απιστία. Κι αγκαλιάζει τήν απιστία. Καί τό γεγονός τής σωτηρίας είναι μεγαλύτερο από τήν απώλεια. Καί «ός άν απωλέση τήν ψυχήν αυτού, ούτος σώσει αυτήν». Άν ήταν μιά σωτηρία η οποία φοβάται κάτι, είναι χαμένη. Νά τήν πάρη τό ποτάμι, νά τελειώση η υπόθεσι. Αλλά, άν έχωμε κάτι τό οποίο νικά τόν θάνατο, τότε δέν φοβούμαστε τίποτε, καί ο ίδιος ο θάνατος είναι μιά ευλογία γιά μάς.
Καί γιά τό άλλο πού ελέχθη προηγουμένως, άν πρέπη νά φοράνε οι γυναίκες παντελόνι ή φουστάνια, λέω: Νά μέ φάη ο θάνατος μέ παντελόνι ή φουστάνι τό ίδιο είναι. Τό ερώτημα είναι: μπορεί νά ξεπεραστή ο θάνατος; Από ‘κεί καί πέρα, άς ντυθής όπως θέλεις.
Καθένας είναι ελεύθερος νά κάνη ό,τι θέλει. Αλλά εγώ σάς λέω αυτή τήν ελάχιστη εμπειρία: ότι μέσα στήν ‘Ορθόδοξη ‘Εκκλησία υπάρχουν οι απαιτητικοί, οι οποίοι ζούν εκτός συνόρων. Κι όταν λέμε «η γεωγραφία τών θρησκειών, δέν πιάνει τήν Ορθοδοξία», δέν είναι θρησκεία. Γιατί, όπως νοούν οι Πατέρες μας: «ο Θεός διά τήν υπερέχουσαν αυτού αγάπην έξω εαυτού γίγνεται καί πάσι κατάγεται ανεκφοιτήτως μένων εν εαυτώ». Οπότε, τό νά χάσης τήν ψυχή σου, «ένεκεν αυτού καί τού Ευαγγελίου» καί τών άλλων αδελφών είναι τρόπος γιά νά τήν βρής. Κι όταν είσαι έξω από τόν εαυτό σου, τό εκστατικώς υπάρχειν είναι ο τρόπος γιά νά αποκτήσης τίς πραγματικές διαστάσεις τού είναι σου, καί ο καθένας νά ανακεφαλαιώνη τό όλον. Αυτό είναι η ‘Ορθοδοξία, καί βιούται ήρεμα, χωρίς φωνές, χωρίς αποδείξεις, χωρίς επιχειρήματα, μέ ένα μέλος ουράνιο, τό οποίο σαγηνεύει αυτούς πού θέλουν τά πολύτιμα. Ο καθένας είναι ελεύθερος νά κάνη ό,τι θέλει.
‘Εάν πλησιάση όντως αυτό πού είναι ‘Ορθοδοξία, τότε θά αρχίση, όπως λέει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, νά σκέφτεται ξένως, νά νοή ξένως καί νά βλέπη ξένως, μέ έναν άλλον τρόπο. Κι αυτό τό «ξένως» είναι τό δικό μας, τό ανθρώπινο. Καί τότε καταλαβαίνει γιατί η Ορθόδοξη ‘Εκκλησία έχει τό δικαίωμα νά πή ότι «εγώ είμαι η Μία, Αγία, Καθολική καί ‘Αποστολική ‘Εκκλησία», γιατί βοηθάει στό νά ελευθερωθή η κοινή φύσι τών ανθρώπων καί ο καθένας νά γίνη μεγαλύτερος από τήν όλη οικουμενη, ο καθένας νά ανακεφαλαιώνη όλη τήν ‘Εκκλησία.
Οπότε, όταν ο καθένας δέν έχη ένα τμήμα, αλλά ο καθένας έχη τό όλον, τότε ταυτίζεται καί η ελευθερία μέ τήν ενότητα, η στάσις μέ τήν κίνησι, ο λόγος μέ τή σιωπή καί ηρέμα είμαστε μέσα στόν Παράδεισο, όπου υπάρχει απόλυτη ησυχία καί κοχλασμός ζωής.
ΠΑΠΑΔΕΡΟΣ: π. Βασίλειε, υπάρχει καί ένα τελευταίο ερώτημα: Πώς μπορεί τό Οικουμενικό Πατριαρχείο νά δράση, όντας μέσα στήν αιχμαλωσία του;
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Τίποτα δέν έχομε νά πούμε μετά απ’ αυτά. Μετά απ’ αυτά, δέν απορούμε πώς ο Χριστός θά σηκώση τήν πλάκα τού τάφου. Τά διαλύει όλα, γιατί έχει αυτή τή δύναμι. ‘Αρκεί νά είμαστε Ορθόδοξοι, καί τότε θά είμαστε ελεύθεροι, καί όλες οι δυσκολίες θά είναι ευλογία γιά μάς, όχι εμπόδιο.
.........................
(Τοποθέτησι σέ παρέμβασι τής κ. Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα σέ εισήγησι μαθητών μέ θέμα: Ελληνική τέχνη καί Ευρώπη)
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Καταλαβαίνετε ότι δέν έχω νά πώ τίποτα. Ευχαριστήθηκα από τή δασκάλα, σάν μαθητής. ‘Οπως μπορεί νά έχετε διαπιστώσει, απλώς λέω ό,τι μού κατέβη, δηλαδή εξομολογούμαι. Μού άρεσε αυτό πού είπατε πώς γίνεται από τήν αρχαία εποχή, ότι η τέχνη είναι πολιτική, φροντίζει γιά τόν πολίτη. ‘Εγώ διακρίνω μέσα σέ όλη τήν παράδοσι πόσο υπάρχει η συνέχεια εδώ καί πώς εμείς οφείλομε καί μπορούμε μόνοι μας νά συνεχίσωμε αυτή τή μεγάλη παράδοσι πού είναι γιά τόν πολίτη, είναι γιά τόν άνθρωπο, είναι γιά τήν κοινότητα. Καί αλλού δέν υπάρχει αυτό τό πράγμα. ‘Επίσης μού άρεσε ο αγώνας τής κ. Λαμπράκη, αυτό πού είπε ότι δέν θέλω νά μάς κάνουν κουμάντο. Τό ποιοί θά αντιπροσωπεύουν τήν Ελλάδα, θά τό πούμε εμείς. ‘Επίσης, τό άλλο πού άκουσα καί τό καταλαβαίνω, γιατί ξέρω παρόμοιες περιπτώσεις στή δική μας πλευρά, ότι άν θέλαμε νά πάμε στό Μητροπολιτικό Μουσείο τής Νέας Υορκης τούς καλλιτέχνες οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τή συνέχεια τού αρχαίου Ελληνισμού καί τής βυζαντινής περιόδου, δέν τό δέχονται. Καί νομίζω ότι πάλι, όπως τό τέλειωσε, κρητικά καί παλικαρίσια, μένομε εκεί καί συνεχίζομε. Κι οι λίγοι είμαστε πολλοί, όπως λέει ο Μακρυγιάννης.
Οπότε, εγώ θέλω νά σάς ευχαριστήσω γιά τή συνάντησι, μακάρι νά υπήρχε δυνατότης νά λέγονταν περισσότερα, μακάρι νά υπήρχε δυνατότης ακόμα νά γινότανε λιώμα τά πάντα, νά τά διαλύσωμε όλα. (χειροκροτήματα) Οπότε, βλέπετε, μετά από τή διάλυσι τών πάντων αναδύεται κάτι τό οποίο δέν διαλύεται, καί αυτό θά αντιπροσωπεύωμε εμείς. Καί νομίζω ότι είναι ευλογία πού ήρθε η κ. Λαμπράκη, καί υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι πού λαμπρύνουν τήν ιστορία. Καί, στή συνέχεια, εγώ θέλω εσείς νά αυξήσετε αυτό τό προζύμι τού Ελληνισμού καί τής ‘Ορθοδοξίας πού έχετε μέσα σας. Αυτό τό καθολικό στοιχείο πού μάς έχουν βάλει οι πρόγονοι -καί εγώ δέν χωρίζω αρχαίους ‘Ελληνες καί μεταγενέστερους Έλληνες, γιατί υπάρχει μιά συνέχεια τού πόνου καί τής αναζητήσεως. Καί φτάνομε στόν Γρηγόριο Νύσσης, πού λέει ότι η θέα τού Θεού είναι η πορεία πρός τόν Θεό. Οπότε, η ατελεύτητη πορεία πρός τά εμπρός είναι η μοίρα η δική μας· καί νομίζω ότι, άν συνεχίσωμε νά είμαστε αυτό πού είμαστε, τότε θά δούμε ότι, όπως έλεγε κάποιος, τό κάλλος τό εξωτερικό έχει ημερομηνία λήξεως. Τό κάλλος τό αληθινό, τό ουράνιο, δέν λήγει ποτέ, αλλά συνέχεια προχωρεί. Καί αυτό πού λέμε στήν ‘Εκκλησία, τό κάλλος είναι η θεία χάρις, τό κάλλος είναι η Θεότης, τό κάλλος είναι ο ίδιος ο Θεός.
Άς συνεχίσωμε αυτή τήν καλή καί μαρτυρική πορεία, καί η πορεία μας δέν θά τελειώση ποτέ.
............................
(Τοποθέτησι σέ εισήγησι μαθητών μέ θέμα: «Τοπική αυτοδιοίκησι. Μεταξύ παραδοσιακής κοινότητας καί σύγχρονης διοικητικής αποκέντρωσης» καί σέ παρέμβασι τού κ. Βασίλη Ξυδιά)
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Δέν μιλάμε γιά νομικό καθεστώς στό ‘Αγιον ‘Ορος. Στό ‘Αγιον ‘Ορος υπάρχει χιούμορ, γι’ αυτό, αξίζει. Εάν θέλωμε νά δούμε τί λέει τό ‘Αγιον ‘Ορος γιά μάς, θά πρέπη νά δούμε πώς η δυτική κοινωνία νοεί τόν μοναχισμό καί τόν έχει ενσαρκώσει στά μοναστήρια της, πού είναι ένας στρατώνας απαράδεκτος γιά μάς. Καί τί είναι τό ‘Αγιον ‘Ορος; Είναι μιά όντως δημοκρατία, πέρα από τή δημοκρατία, είναι ένα διαλυμένο πράγμα καί συγκροτημένο, όπου ο καθένας μπορεί νά βρή τόν τόπο του καί τή θέσι του. Οπότε, τό ‘Αγιον ‘Ορος είναι ένα κομμάτι τού εαυτού μας, πού εκφράζει αυτό πού είναι τό είναι μας. Καί άν είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι καί αληθινοί, αυτό θά πρέπη νά τό πιάσωμε, νά τό εφαρμόσωμε μέ τόν δικό μας τρόπο σέ κάθε μιά μορφή ζωής.
Είχε έρθει ένας Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος, παπάς, καί δημοσίευσε μετά ένα άρθρο. Μού κάνει εντύπωσι, γράφει πώς αυτοί οι καλόγεροι είναι φανατικά προσκολλημμένοι στήν παράδοσι, καί έχουν τέτοια ελευθερία στήν προσευχή. Μά, η προσκόλλησι στήν παράδοσι είναι η προσκόλλησι στήν ελευθερία σέ εμάς, ο σεβασμός τού ανθρώπου. Κι αυτά πού σάς έλεγα χθές: Στή δικτατορία, ο άνθρωπος είναι όχι απλώς ένα ασήμαντο πιόνι, αλλά ένα πράγμα διαλυμένο, πού έχει γίνει πολτός. Στή δημοκρατία, πού τήν ξέρομε, ο άνθρωπος είναι ένα κομμάτι άψυχο. Στήν Ορθόδοξη ‘Εκκλησία πραγματοποιείται τό απραγματοποίητο καί ανέφικτο. Λέμε ότι στόν καπιταλισμό ο μεγάλος τρώει τόν μικρό. Κι έχομε τόν σοσιαλισμό καί τόν κομμουνισμό, όπου θέλομε νά χωρίσωμε ίσα μέρη. Κι ο άνθρωπος λέει: Δέν μέ φτάνει τό ίσο μέρος, αλλά, καί όλα νά μού τά χαρίσης, πάλι δέν είμαι χορτασμένος. Τότε λέει ο άλλος: Είσαι τρελός, δέν μπορεί νά ικανοποιηθή τό αίτημά σου. Καί μέσα στήν ‘Εκκλησία ικανοποιείται τό ανέφικτο. Καί λέμε στήν ακολουθία τής Μεταμορφώσεως: «Νύν τά ανήκουστα ηκούσθη καί τά αόρατα εθεάθη».
Ο καθένας δέν έχει απλή ισηγορία, πού ξεκινάμε από ‘κεί, καί δέν είναι ένα κομμάτι τού όλου, αλλά ο καθένας ανακεφαλαιώνει τό όλον. Καί τό βλέπεις αυτό νά είναι, όχι μιά ιδέα πού διατυπώνεται θεωρητικά, αλλά μία πραγματικότης πού στήν πράξι υλοποιείται. Κατ’ αρχήν, δέν ήθελα νά μιλήσω, γιατί μιλάω καί ακούω διά τών παιδιών, πού μιλάνε καί ακούνε. Καί ο κ. Ξυδιάς ήταν καλό παιδί καί μίλησε καλά. Καί νομίζω ότι στό τέλος είδατε ότι καί οι ξένοι προβληματίζονται. Καί νά μήν σάς πώ ότι... είπε ο Τσαρούχης ότι ο Γκρέκο πήγε στή Δύσι, γιά νά γίνη τέλειος δυτικός, καί μετά απ’ όλα αυτά τά πράγματα, παρά τή θέλησί του, ξέσπασε αυτό πού είχε μέσα του. Αυτό πού λέει πάλι ο Τσαρούχης, πού είχε πή γέρος, όταν ήτανε στό ‘Ορος, ότι η ‘Ορθοδοξία είναι ένας λεκές πού δέν τόν βγάζει κανένα πλυντήριο. Οτιδήποτε καί νά κάνωμε, θά ξεσπάση από μέσα μας αυτό τό Ορθόδοξο, τό οποίο υπάρχει σάν μιά κυτταρική μνήμη μέσα στό είναι μας.
Κι επίσης ο μουρλός, ξέρω ‘γώ, ο Σαββόπουλος, έτσι παρουσιάζεται, λέει πολύ σοβαρότερα πράγματα απ’ ό,τι λένε οι μεγάλοι κι οι επίσημοι. Αυτό πού βάλανε τά παιδιά στό τέλος, καί καλά κάνανε καί τό βάλανε, τού Καραμανλή, ότι η Ευρώπη έχει προπαντός τό προνόμιο νά μπορή νά δώση στήν ανήσυχη νεολαία της ένα ιδανικό: τήν ένωσι τής Ευρώπης, καί δι’ αυτής μιά νέα αναγέννησι πνευματική καί ηθική, είναι αστοχία καί δέν λέει τίποτα. Αλλά αυτό, τό οποίο λέει πολλά καί τά οποία ζητάει η Ευρώπη, καί δέν μπορούμε νά βλέπωμε εμείς τήν Ευρώπη σάν Ευρωπαίοι, αλλά σάν Έλληνες, είναι ότι κάτι υπάρχει. Καί θά τό δούμε στήν ενορία, θά τό δούμε στά τραγούδια αυτά τά λαϊκά, καί θά μαζευτή όλος ο κόσμος, καί θά δούμε καί στό ‘Αγιον ‘Ορος...
Άν πάμε σέ ένα μοναστήρι δυτικό, λές: «είναι στρατώνας, έχω αποφοιτήσει, δέν έχω όρεξι γιά άλλο στρατώνα, φεύγω έξω». Άν πάς στό ‘Αγιον ‘Ορος, είναι ένα πράγμα διαλυμένο καί συγκροτημένο, όπου κυκλοφορούν άνθρωποι. Είχε έρθει πάλι ένας Καθολικός Γάλλος. Πήγε στήν Αγία ‘Αννα καί παρακολούθησε μιά αγρυπνία, καί λέει: «Μά, γιά νά φτάσης μετά από αυτήν τήν άσκησι σέ αυτό τό χιούμορ, πρέπει νά περάσουν χιλιετίες». Καί νομίζω, αυτό πρέπει νά συλλάβωμε, αυτό νά βάλωμε μέσα, σάν προζύμι.
‘Εγώ νοιώθω ότι είστε καλά παιδιά. Μήν αφήσετε τόν εαυτό σας νά χαντακωθή από τίς ανοησίες τών μεγάλων καί από τήν ψεύτικη αγωγή τής Δύσεως. Η Δύσι είναι κάτι τό απάνθρωπο. Η Δύσι δημιουργεί ολοκληρωτισμούς, είτε μέ φασισμούς είτε μέ δημοκρατίες. Κάτι ξένο καί στεγνό. Καί θέλει μιά ανθρωπιά, η οποία υπάρχει μέσα εδώ καί πρέπει νά δοθή εκεί· έτσι θά βρούμε τόν εαυτό μας.
Νά σάς πώ κάτι άλλο: Πρίν από λίγες μέρες ήμουν εδώ, στήν ‘Εκκλησιαστική Σχολή. ‘Εμεινε ένα απόγευμα ελεύθερο, καί πήγαμε στή Θέρισο, εκεί πού έγινε η επανάστασι μέ τόν Βενιζέλο· καί είχα πή ότι άξιζε νά πάτε. Καί πρέπει εδώ οι Χανιώτες νά διαφημίζουν τή Θέρισο. 14-15 χιλιόμετρα από τά Χανιά, μέ 8 χιλιόμετρα φαράγγι διαδρομή. Φτάνομε, εκεί είναι καί τό σπίτι τού Βενιζέλου. Ως συνήθως, οι ‘Ελληνες τό έχομε εγκαταλείψει. ‘Εσβησε τό φώς τής ΔΕΗ, καί ευτυχώς, γιατί ήταν η μυρωδιά τής βροχής, ο ήχος τού ποταμιού καί οι κουκουβάγιες πού τραγουδούσαν στά βουνά δημιουργούσαν μιά ατμόσφαιρα λειτουργική. ‘Οταν τό αυτοκίνητό μας πέρναγε μέσα από τό χωριό, πήγαινε σιγά-σιγά, συναντήσαμε μιά γριά. Είδε τούς φανούς, καί έκανε ένα νόημα: «Πηγαίνετε αργά, νά μού φωτίζετε νά πάω στό σπίτι μου». Δέν λέει: «Κοιτάξτε, σάς παρακαλώ πολύ, μήπως είναι...». «Πηγαίνετε αργά, νά μού φωτίζετε, νά πάω στό σπίτι μου». Κι αυτή είχε ένα μεγάλο καλάμι, αρχοντογριά, καί πήγαινε, πήγαινε... Οπότε, λέμε: Πού πάει τώρα αυτή; Γιατί περάσαμε τό χωριό, καί ήταν τελευταίο σπίτι αριστερά. Μόλις τέλειωσε η διαδρομή, έρχεται, μάς πλησιάζει χαμογελαστά: «Λοιπόν, σάς ευχαριστώ πολύ, κατεβάστε τώρα νά πιήτε μιά ρακή». Δέν ξέρω, αλλά αυτό τό ύφος έδειχνε έναν κόσμο ολόκληρο. Δέν είναι ευγένεια. Μάς δίνει μιά προσταγή. Σέ ποιούς; Σέ αυτούς τούς αγνώστους, οι οποίοι κρύβονται πίσω από δύο προβολείς, πού τή θαμπώνουν. Αλλά αυτή λέει: «Κοιτάχτε. Πηγαίνετε αργά, νά μού φωτίζετε, νά πάω στό σπίτι μου»· καί αμέσως μετά: «Κατεβάστε τώρα, νά πιήτε μιά ρακή». Μά, αυτός είναι όλος ο κόσμος, αυτή είναι η κοινωνία, αυτός είναι ο Παράδεισος. Κι αυτό δέν ερμηνεύεται. Αυτό είναι τό προζύμι πού υπάρχει μέσα μας, καί μέ αυτό πρέπει νά φτιάξωμε τόν εαυτό μας.
.......................
(Τοποθέτησι στήν τελευταία συνεδρία)
Καί εγώ θέλω νά ευχαριστήσω όλους. Δέν ξέρω εάν τυχόν ο υπαινιγμός ότι τά πράγματα πήγαν καλά, αλλά είχαμε καί συγκρούσεις, αφορούσε καί μένα, καί εάν έχω κάτι νά τό πώ, τό λέω. Δέν πιστεύω ότι οι νέοι πάντα είναι καλοί καί οι γέροι είναι κακοί. Δέν πιστεύω στή βιολογική νεότητα, πού παρέρχεται. Πιστεύω ότι υπάρχει ένας νέος γεννημένος, πού δέν γερνά, καί ένας άλλος γέρος γεννημένος.
Αυτό πού μού έκανε εντύπωσι -καί μιλάω ειλικρινά- είναι ότι υπήρχε στό Συνέδριο κάτι ιερό. Έχω αρκετό καιρό νά έλθω σέ τέτοια επαφή μέ τά παιδιά, καί μέ συνεκίνησαν. Μέ συνεκίνησαν, καί νοιώθω αυτό πού λέγεται στήν ‘Εκκλησία: «ψαυέτω μηδαμώς χείρ αμυήτων» τήν κιβωτό τήν αγία τής πίστεώς μας.
Δέν συνάντησα στό συνέδριο απλώς νέους ανθρώπους, πού είναι κάτι συγκινητικό. Συνάντησα ανθρώπους σοβαρούς, πού μέσα τους έχουν ένα προζύμι τής παραδόσεώς μας. Κι αυτό τό πράγμα μέ συγκλονίζει. Μπορώ νά σάς πώ καί τό άλλο, ότι πολλές φορές μέ καλούν, καί πάω σέ ομιλίες επισήμων, καί απογοητεύομαι, καί νοιώθω ότι έχω χάσει τήν ώρα μου. Στή δική σας τή συνάντησι εγώ αισθάνομαι υποχρεωμένος. ‘Επίσης, μπορώ νά πώ τό εξής, πάλι ειλικρινά, γιά τίς δύο εισηγήσεις καί διευθύνσεις τών Ειδικών Συμβούλων, όπως τούς ονομάσατε, πού έγιναν από τήν κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα καί από τόν κ. Βασίλειο Ξυδιά, ότι καί αυτοί μέ ανέπαυσαν. ‘Ηταν οι μόνοι Ειδικοί Σύμβουλοι πού μπόρεσα νά παρακολουθήσω. Τώρα εγώ σάς λέω τόν λογισμό μου: Άν δέν μέ αναπαύανε, θά σάς τόλεγα ότι δέν πηγαίνει πουθενά. ‘Επίσης, η κ. Λαμπράκη, πού ξέρει τό θέμα της καί μίλησε όμορφα, οδήγησε κάπου τό πράγμα. Από ‘κεί καί πέρα, νομίζω τό παίρνει άλλη δύναμι. ‘Οπως πηγαίνει η αμαξοστοιχία κάπου· κι από ‘κεί καί πέρα τήν παίρνει άλλη μηχανή, καί πάει παραπέρα. Κι από ‘κεί καί πέρα τό παίρνει η ‘Ορθοδοξία. Αλλά τό πήγε ηρωικά μέχρι εκεί πού ήταν νά τό πάη.
‘Επίσης, μού άρεσε αυτό πού είπε ότι βλέπω στίς εισηγήσεις σας, παιδιά, ότι έχετε κάτι ειλικρινές (τό λέω μέ λόγια δικά μου), ζωντανό, καί ταυτόχρονα διακρίνω σέ αυτά πού είπατε καί μιά πλευρά αρνητική, πού οφείλεται στήν παιδεία πού παίρνετε, χωρίς εσείς νά είστε αίτιοι. ‘Επίσης, διέκρινα καί μέσα στόν κ. Βασίλη Ξυδιά αυτό τό καλό στοιχείο. Αυτό τό πράγμα όλο μέ παρηγόρησε, καί νομίζω ότι στόν χώρο τής Ελλάδος, τής παραδόσεώς μας αυτής, πού όλοι ανήκομε σέ αυτήν τήν παράδοσι, εάν ο καθένας δουλεύη έντιμα, άν θέλη νά τό πάη τό πράγμα μέχρι τό τέλος μέ εντιμότητα, όπως θαρρώ πώς τό έκαναν τά παιδιά, όπως τό έκανε η κ. Λαμπράκη, πού τό πήγε παληκαρίσια, κρητικά, μέχρι τέλους, καί τό πάει συνέχεια, όπως τό έκανε καί ο κ. Ξυδιάς, μέ ανθρωπιά, μέ τέχνη καί μέ τόλμη, νομίζω ότι μπορούμε νά ελπίζωμε. Καί αυτή η ελπίδα ανήκει, όπως είπαμε, «τή κοινή τών ανθρώπων φύσει». Η παράδοσί μας, όπως είπε ο κ. Περιφερειάρχης, είναι μεγάλη, η μοίρα μας είναι αυτή, νά έχωμε ηγετικό ρόλο. Δέν γίνεται διαφορετικά.
Λοιπόν, αγωνιζόμαστε γιά τήν κοινή τών ανθρώπων φύσι, όπως λέει ο Χρυσόστομος. Ο τεχνικός πολιτισμός έχει μεγάλες προόδους. Εμείς είμαστε υπανάπτυκτοι ή, ευγενικά αντιμετωπιζόμενοι από τήν Ευρώπη, υπό ανάπτυξιν χώρα. Ουσιαστικά, η Ευρώπη γιά μένα είναι υπανάπτυκτη, καί ο τεχνικός πολιτισμός κατόρθωσε νά δημιουργήση δυστυχισμένους ανθρώπους.
Εσείς, τά παιδιά, παρ’ όλα όσα γίνονται καί λέγονται... Δέν μέ ενδιαφέρουν αυτά. Αυτό πού εμένα μέ ενδιέφερε καί συγκινεί τήν καρδιά μου καί θά μού δίνη γιά πολύ καιρό δύναμι, είναι αυτό πού ένοιωσα, τό ιερό πού υπάρχει μέσα σας, τό οποίο μπορεί νά αναπτυχθή. Τό ιερό, τό οποίο υπήρξε από τούς μεγάλους πού σάς καθοδήγησαν, καί μπορεί όλοι μας νά συλλειτουργήσουμε μέσα στόν χώρο αυτόν τόν ελληνικό, τόν Ορθόδοξο, πού έχει τό κλασικό καί τό καθολικό, πού έχει τήν ανθρωπιά, πού έχει τή Θεανθρωπία, πού υπογραμμίζει τήν ευγένεια αυτού πού λέγεται άνθρωπος κι αυτού πού λέγεται ανθρώπινη κοινότης. Αυτό πού μέ συγκίνησε είναι ότι αυτό τό προζύμι υπάρχει. Άν αυτό τό προζύμι αναπτυχθή, τότε θά πραγματοποιήση ο καθένας τόν σκοπό τής υπάρξεως του, καί τό Γένος μας θά εκπληρώση τή μία οικουμενική καί παγκόσμια αποστολή, τήν οποία οφείλει νά εκπληρώση.
 

Παρεβάσεις σέ μαθητικό συνέδριο.

(Μετά από εισήγησι μαθητριών μέ θέμα: «Ορθοδοξία καί Δύσι»).
 
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Κατ’ αρχήν, ήταν αξιόλογη η δουλειά πού έκαναν οι εισηγήτριες. Φανερώνεται ο πόνος καί η ανησυχία τών νέων ανθρώπων. Μετά απ' αυτά καί μετά από κάποιες αφορμές πού δόθηκαν, όπως η φράσι «σύμπλεγμα πολιτιστικής κατωτερότητος», κάποια ονόματα πού αναφέρθηκαν, όπως Γρηγόριος Παλαμάς, Νικόλαος Καβάσιλας, Μακρυγιάννης, Κοσμάς Αιτωλός, είναι καλό, όπως λέει ο κ. Παπαδερός, νά προχωρήσωμε σέ κάτι πιό αυθόρμητο, πιό εξομολογητικό, πιό ελεύθερο, άν θέλετε, πιό αναρχικό, δηλαδή πιό Ορθόδοξο, πιό ενωμένο.
Καί μήν ξεχνάτε ότι είστε ‘Ελληνες, καί υπάρχει μέσα μας κάτι. Κάποιοι μιλάνε γιά μιά κυτταρική μνήμη. Πάντως εγώ ξέρω τό εξής: εάν τυχόν υπάρχη ένας στόχος -έτσι νοιώθω, τώρα αρχίζω καί εγώ νά μιλάω εξομολογητικά- ή μιά γενιά ανθρώπων πού μπορούν νά είναι ενδεδυμένοι μέ μιά ταπεινόφρονα μεγαλοφροσύνη, αυτοί είναι οι ‘Ελληνες. Καί άν τυχόν δούμε στήν παράδοσί μας από τήν παλιά εποχή μέχρι τώρα τελευταία -εγώ δέν πάω στόν Μακρυγιάννη, πάω σ' ένα γέρο, σέ μιά γριά, ή σ' ένα νέο ή σέ μικρά παιδιά- υπάρχει κάτι ιδιαίτερο, τό οποίο έχει ανάγκη ο κόσμος.
Ο Ηράκλειτος είχε γράψει τό «περί φύσεως», σάν αφιέρωσι στόν ναό τής Αρτέμιδος, καί αυτά πού σώζονται τώρα είναι μερικά αποσπάσματα. Κομμάτια λόγου τά οποία έχουν προκαλέσει μιά ατέλειωτη βιβλιογραφία· καί τά μεγαλύτερα, τά πιό ανήσυχα πνεύματα, όπως ο Νίτσε, θέλουν νά θεωρούνται διάδοχοι τού Ηράκλειτου.
‘Οταν διαβάσης τά σχόλια τών διαφόρων, νοιώθεις ότι τόν αγνοούν τόν Ηράκλειτο. Κι ο Ηράκλειτος τούς μπλέκει. Κι άν διαβάσης στή συνέχεια τήν Ορθόδοξη παράδοσι, άν πάς στόν Γρηγόριο Νύσσης, στόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο, νοιώθεις ότι αυτοί καταλαβαίνουν τόν Ηράκλειτο. Αυτοί καταλαβαίνουν τόν άνθρωπο. Καί από ‘κεί συνέχεια πάμε στόν Μακρυγιάννη, καί πάμε σέ μιά γριά στά ‘Ανώγεια -θά τό ξαναπώ- πού, όταν εξομολογήθηκε, στό τέλος μού λέει: «Νά χαίρεσαι τόν σταυρό σου». Καί άλλος ένας μού λέει τό ίδιο: «Νά χαίρεσαι τόν σταυρό σου». Μά, λέω, τί είναι αυτό;
Μού λένε: Γιά έναν παντρεμένο λέμε «νά χαίρεσαι τά παιδιά σου», γιατί ο παντρεμένος σάν χαρά έχει τά παιδιά του. Σέ έναν παπά, «νά χαίρεσαι τήν ιερωσύνη σου», καί σέ έναν καλόγερο ή μιά καλογρά, «νά χαίρεσαι τόν σταυρό σου». Αυτό είναι η θεολογία τού Μαξίμου τού Ομολογητού, αυτή είναι η κορυφή τής πνευματικότητας. Καί δέν πιστεύω κανείς πολιτισμένος, γερμανόφωνος Ελβετός νά πή στόν Καθολικό καλόγερο «νά χαίρεσαι τόν σταυρό σου». Γιατί, παρ’ όλη τή μόρφωσι, δέν έχει αυτή τήν εμπειρία, ότι μπορεί από τόν σταυρό καί από τή θυσία νά βγή η μεγαλύτερη χαρά.
Μέσα μας έχομε αυτό τό ελάχιστο προζύμι. Εγώ χαίρω, όταν ακούω τίς μαθήτριες νά τά λένε αυτά. Θά ήθελα όμως εσείς, πού έχετε μέσα σας αυτό τό προζύμι, όλοι μας δηλαδή, νά έρθωμε σέ επαφή προσωπική μέ τόν Γρηγόριο τόν Παλαμά, μέ τόν Κοσμά τόν Αιτωλό, μέ τόν Μακρυγιάννη. Καί τότε, εάν τυχόν αυτό γίνη, θά δούμε ότι αυτόματα παίρνομε, όχι μιά ηγετική, αλλά τήν ηγετική πνευματικά θέσι στήν Ευρώπη. Είμαστε υποχρεωμένοι νά είμαστε ‘Ελληνες Ορθόδοξοι, γιά τό καλό όλων.
Άν τυχόν τό πάρωμε έτσι, τότε θά δούμε πώς βρίσκομε τόν εαυτό μας καί πώς όλος ο κόσμος βρίσκει τόν εαυτό του.
Αυτό πού είπατε, γιά τίς ατέλειωτες αιρέσεις καί βλακείες πού έρχονται, είναι αλήθεια. Λέει κάτι στό Γεροντικό: Όταν «καίεται υποκάτω ο λέβης, ου δύναται μυία άψεσθαι αυτού», όταν κοχλάζη τό καζάνι, δέν μπορούν νά κάτσουν μύγες επάνω. ‘Οταν είναι χλιαρό, κάθονται όλες οι μύγες. ‘Οταν ανατείλη ο ήλιος, σβήνουν όλα τά αστέρια. Δέν χρειάζεται καμμιά προσπάθεια νά σβήσωμε κανένα αστέρι. ‘Οταν ανατείλη καί παρουσιαστή τό ήθος τής ‘Ορθοδοξίας, η χάρις η μοναδική πού σέβεται βαθιά τόν άνθρωπο, τιμά τόν άνθρωπο, τιμά τήν ανθρωπότητα, καί κάνει τόν καθένα, όχι ανδράποδο ενός αυταρχικού καί δικτατορικού καθεστώτος, ούτε κάν ένα νούμερο ενός δημοκρατικού καθεστώτος, αλλά πρόσωπο. Η Ορθόδοξη ‘Εκκλησία αναδεικνύει τόν καθένα άνθρωπο, τόν άσχετο άνθρωπο, δηλαδή τόν παραπεταμένο άνθρωπο, κατ’ εικόνα Θεού, κάτι μεγαλύτερο από όλη τή δημιουργία. Ο καθένας ανακεφαλαιώνει όλη τήν ‘Εκκλησία. Γι’ αυτό, όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, «είς άνθρωπος κατωνομάσθη τό πάν γένος ανθρώπων».
Μέσα στήν Ορθόδοξη ‘Εκκλησία δέν θά έχωμε, ξέρετε, χαρτιά νά σημειώνωμε τίς παρατηρήσεις μας, αλλά μέσα στό ίδιο τό ανακαινισμένο είναι μας θά βλέπωμε νά ανακεφαλαιώνεται τό μυστήριο τής ανθρωπότητος καί τής ‘Εκκλησίας καί τού σύμπαντος κόσμου. Αυτό είναι τό μεγαλείο πού προσφέρεται διά τής ‘Εκκλησίας στόν καθένα άνθρωπο, καί έτσι ο Ορθόδοξος άνθρωπος, η Ορθόδοξη κοινότης, δέν είναι τίποτα άλλο, παρά μιά Θεοφάνεια. Καί βλέπετε αυτό πού έπαθαν οι Ρώσοι. Γύρευαν μιά θρησκεία. ‘Οταν μπήκαν στήν Αγια-Σοφιά μέσα, οι άνθρωποι τά έχασαν. Καί λένε: «Σταματάμε τώρα τά ψαξίματα. Εδώ ο ουρανός είναι στή γή, καί η γή έχει γίνει ουρανός». Καί δέν ξέρω άν έχετε πάει στήν Αγια-Σοφιά. Θυμάμαι μιά φορά, πού ήμουνα μέσα καί άκουγα έναν Τούρκο αρχαιολόγο, καί έκανε ξενάγησι. Καί ο Τούρκος, ο ταλαίπωρος, έλεγε ακριβή πράγματα, δηλαδή πόσο μήκος έχει η Αγια-Σοφιά, πόσο ύψος, καί από πού έχουν έρθει οι κολόνες. Αλλά όλα αυτά ήταν μιά διαγραφή τού μυστηρίου τής Αγια-Σοφιάς. Η Αγια-Σοφιά λειτουργεί ακόμα. Καί ένας πού αναζητά τήν αλήθεια τό νοιώθει. Καί νοιώθεις ότι τό ύπαιθρο έχει γίνει σπίτι μου, καί τό σπίτι μου έχει τίς διαστάσεις τής ελευθερίας.
Καί αυτό πού έχει η Αγια-Σοφιά, είναι ότι λειτουργεί, άσχετα άν είναι τζαμί, ή -άν θέλετε- καί στάχτη νά γίνη, λειτουργεί. Γιατί χτίστηκε η Αγια-Σοφιά. Τό θαύμα ετελέσθη. Δι’ αυτού φανερούται ο ανείκαστος.
Γνώρισα έναν καλόγερο ‘Αγγλο, ταλαντούχο, γλύπτη, ζωγράφο, πού μού λέει ότι «εγώ έγινα Ορθόδοξος από τήν εικόνα τήν Ορθόδοξη. Είδα ότι εκεί είναι κάτι πέρα από τήν τέχνη, καί ο άνθρωπος θέλει πέρα από τήν τέχνη, θέλει πέρα από τό κτιστό».
Στή συνέχεια, τό ίδιο είναι, ξέρετε, μέ τό βυζαντινό μέλος. Θυμάμαι όταν έψελναν στό μοναστήρι τό «Τή Υπερμάχω» τό αργό, ήταν σάν νά ήμασταν μέσα στήν Αγια-Σοφιά. Τό ψάλσιμο αυτού τού αργού μέλους είναι η οικοδομή, τό χτίσιμο τής Αγια-Σοφιάς. Η εικόνα σέ φέρνει στήν ελευθερία. Η θεολογία η δική μας μοιάζει πολύ μέ τού Ηράκλειτου τήν προσπάθεια νά ξεπεράση τό κτιστό· γι’ αυτό, λέγεται σκοτεινός ο Ηράκλειτος, επειδή είναι πάρα πολύ φωτεινός, άν τόν καταλάβης.
Οπότε, τό πλεονέκτημα, τό προνόμιο καί τό χρέος τό μεγάλο είναι ότι είμαστε Έλληνες Ορθόδοξοι. Καί βάζω καί τό «‘Ελληνες», γιατί μέσα στήν ‘Ορθοδοξία ό,τι θετικό στοιχείο υπήρχε από τόν Ελληνισμό μεταφράστηκε, προσελήφθη καί μετεμορφώθη.
Κι όπως λέει η γνωστή καθηγήτρια τού Παρισιού, η Γλύκατζη-Arveler, μέ τό Βυζάντιο έχομε μιά νέα ανάγνωσι τού αρχαιοελληνικού μαθήματος. Οπότε, όταν είσαι Έλληνας Ορθόδοξος, έχεις μιά μικρή, ταπεινή αποστολή: Νά έχης τήν ηγετική πνευματική θέσι στήν Ευρώπη. Είμαστε, όπως είπε κάποιος, οι αριστοκράτες τής Ευρώπης, είμαστε καταδικασμένοι νά έχωμε αυτή τή θέσι. Καί βλέπετε ότι στήν παράδοσί μας τόν Ελληνισμό δέν τόν έσωσε κάποιο καθεστώς, ούτε μιά απόφασι ενός συλλαλητηρίου, αλλά τόν έσωσαν πρόσωπα. Κι αυτά τά πρόσωπα μπορεί νά είναι ένας Γρηγόριος Παλαμάς, νά είναι ένας Μάρκος Ευγενικός, ένας Κοσμάς Αιτωλός, ένας Μακρυγιάννης... Αλλά, ξέρετε, υπάρχουν ατέλειωτα πρόσωπα ανώνυμα, πού μετέχουν τού υπερωνύμου Ονόματος, καί αυτά σώζουν τήν παράδοσι.
Πάντως, προσωπικά, όσο έζησα στή Δύσι, είδα ότι εκεί πέρα υπάρχει εξευγενισμένα ό,τι ψεύτικο υπάρχει εδώ καί μάς βασανίζει. Καί η Δύσι μού φαίνεται επαρχιωτισμός, καί οι άνθρωποι είναι σκλάβοι, καί περιμένουν τήν ελευθερία, όχι από τή δικιά μας εξυπνάδα, αλλά από τό πνεύμα τής ‘Εκκλησίας, τό οποίο μάς δόθηκε.
Κάποτε, όταν γύριζα από τίς Βρυξέλλες, στό αεροπλάνο ήταν ένα σχολείο, η τελευταία τάξι τού λυκείου, μαθήτριες από τό Βέλγιο, πού κατέβαιναν στήν Ελλάδα. Καί ήρθε καί κάθισε δίπλα μου ο καθηγητής. Μέ είδε μέ τά ράσα, μού έπιασε συζήτησι. Τόν ρώτησα τί διδάσκει, καί η απάντησι ήταν: λατινικά καί θρησκευτικά. Μά, λέω, είστε ιερεύς; (γιατί θρησκευτικά εκεί διδάσκουν ιερείς). Λέει ο άνθρωπος: «Κοιτάξτε, έχω βέρα, ήμουν ιερεύς, αλλά παντρεύτηκα». Καί ο άνθρωπος ήταν ένας άνθρωπος πονεμένος. Καί κατάλαβα ότι υποφέρει. Καί σού λέει: «Εμείς, οι θεολόγοι, δέν μπορούμε νά ανεχθούμε τόν Πάπα, δέν μπορούμε νά ανεχθούμε αυτό τό καθεστώς». Καί τόν πόνεσε η ψυχή μου τόν άνθρωπο. Καί μιά μαθήτρια έρχεται καί μού λέει: «Είναι συμπαθητικός, δέν είναι;» Θαρρώ πώς οι μαθήτριες τόν αγαπάνε, επειδή είναι πονεμένος. Τής λέω: «Είναι πάρα πολύ συμπαθητικός». Καί πράγματι, ήταν συμπαθητικός, καί είναι συμπαθητικοί οι ανήσυχοι άνθρωποι στήν Ευρώπη.
Νά σάς πώ κάτι άλλο; Γιά μένα αυτό πού έχει σημασία είναι η αλήθεια. Καί τό Κρεμλίνο ήταν πιό αληθινό από τό Βατικανό, γιατί τό Κρεμλίνο λέει ότι είμαι άθεος, καί δεύτερον, διότι τό Κρεμλίνο διαλύθηκε, άρα, είναι σέ θέσι πλεονεκτική.
Τό Βατικανό λέει ότι αντιπροσωπεύω τόν Θεό. Είναι ψεύτης, καί δέν διαλύθηκε ακόμα, καί τό καρκίνωμά του θά βασανίση πολύ τόν κόσμο.
Προσωπικά, άν ήμουν στήν Ευρώπη, επειδή αναπαύομαι στήν Ορθόδοξη ‘Εκκλησία, η οποία Ορθόδοξη ‘Εκκλησία μέ βοηθάει νά ξεπερνάω τήν Ορθόδοξη ‘Εκκλησία, θά ανήκα πιό πολύ στούς αμφισβητίες, παρά στό Βατικανό. Δέν μπορώ νά δεχτώ αυτά τά ψέμματα.
Οι αληθινοί άνθρωποι υποφέρουν. ‘Οφείλομε νά είμαστε Ορθόδοξοι, καί έτσι, οι ελάχιστοι έχομε μιά μέγιστη αποστολή, η οποία ορίζεται απ’ αυτό πού μάς κληρονόμησαν αυτοί πού μάς γέννησαν κατά σάρκα καί κατά πνεύμα. ‘Ολος ο πόνος, από τόν Ηράκλειτο μέχρι τήν τελευταία γριά σήμερα, υπάρχει μέσα στήν Ορθόδοξη Εκκλησία, καί εσείς οφείλετε νά συνεχίσετε αυτήν τήν παράδοσι. Εσείς τί θά κάνετε; Θά χαρήτε τή ζωή σας, καί θά κάνη ο καθένας ό,τι θέλει, ό,τι τόν καλεί ο Θεός, αλλά θά χαρή τή ζωή του.
‘Ενα πράγμα είναι γεγονός, ότι δέν μπορούμε νά είμαστε ‘Αμερικανάκια. Αυτοί πού προηγήθηκαν ημών τό πήραν τό τραγούδι πάρα πολύ ψηλά, καί οφείλομε νά συνεχίσωμε αυτήν τήν παράδοσι. Καί νά σάς πώ καί κάτι άλλο: ‘Επειδή τό πήραν πάρα πολύ ψηλά τό τραγούδι καί επειδή δέν μπορούμε νά τό διατηρούμε συνέχεια εκεί, γι’ αυτό, οι Νεοέλληνες είμαστε ή πάρα πολύ σοβαροί ή πάρα πολύ γελοίοι. Οπότε, μή σάς παραξενεύη όλη αυτή η εναλλαγή. Αλλά, εν τέλει, νομίζω ότι όλοι ζητούν νά επικρατήση, όχι η ουνία, τό ψέμμα, πού είναι κοροϊδία καί βάσανο γιά τόν άνθρωπο, αλλά νά επικρατήση αυτό πού είπαμε ότι υπάρχει μέσα στήν ‘Ορθόδοξη ‘Εκκλησία. Καί αυτό δέν ανήκει σέ εμάς, ανήκει σέ όλον τόν κόσμο.
Λέει ο άγιος ‘Ιωάννης ο Χρυσόστομος ότι ο Χριστός έπαθε «έξω πόλεως, έξω τειχών, ουχί επικειμένης στέγης, αλλά επικειμένου ουρανού, επί υψηλού ικρίου, ίνα καθάρη τόν αέρα καί τήν οικουμένην». Καί δέν είναι μερικός ο καθαρισμός, αλλά είναι καθολικος. Είναι η θυσία υπέρ πάσης τής οικουμένης. Καί μέ αυτόν τόν τρόπο μάς προσέφερε τήν αρχαία πατρίδα, τήν πατρώα πόλι καί τήν οικία. Σέ ποιόν; «Τή κοινή τών ανθρώπων φύσει», στήν κοινή φύσι τών ανθρώπων προσέφερε αυτήν τήν αρχαία πατρίδα, τήν πατρώα πόλι, τήν οικία, τόν Παράδεισο.
Αυτά είχα νά πώ, καί συγγνώμη, άν είπα ανακατεμένα πράγματα. Θά ήθελα ο καθένας σας στή συνέχεια νά μιλήση ελεύθερα· εδώ δέν βάζομε βαθμούς.
................
(Μετά από συζήτησι γιά τό άν η Εκκλησία «μένει προσκολλημένη σέ στείρες παραδόσεις» καί γιά τό θέμα τής χειροτονίας τών γυναικών).
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Θά ήθελα νά παρέμβω. Αυτό πού θέλω νά πώ, είναι νά μπαίνωμε σιγά-σιγά στήν Ορθόδοξη αίσθησι, πού είναι η καθολική αίσθησι καί ο σεβασμός τού ανθρώπου, ξεκινώντας από τήν αυθόρμητη διατύπωσι τών λογισμών μας.
Κατ’ αρχήν, υπάρχουν στείρες παραδόσεις. Πάρα πολύ καλά. ‘Ετσι πού έχουν γνωριστή οι παραδόσεις είναι στείρες, καί κάθε τι στείρο είναι γιά πέταμα. Δεύτερον, η γυναίκα νομίζω ότι είναι κάτι πολυτιμότερο, καί στή δημιουργία τό πολυτιμότερο, γιατί, άν ο άνδρας επλάσθη από τή γή, όπως λέει η Γένεσι, καί έχει μιά σημασία αυτή η ιστορία, καί η γυναίκα δέν είναι από τή γή, αλλά από τήν πλευρά. Είναι κάτι ευγενέστερο. Νομίζω δέ ότι μέσα στήν ‘Εκκλησία η Παναγία δέν ήταν ούτε διάκος, αλλά είναι η «τιμιωτέρα τών Χερουβίμ καί ενδοξοτέρα ασυγκρίτως τών Σεραφίμ»· δείχνει πού μπορεί νά φτάση η γυναικεία φύσι. Οπότε, εγώ θέλω τό εξής (επειδή είμαι φεμινιστής): νά μή θελήσωμε διά τού φεμινισμού νά ευτελίσωμε τή μεγάλη αξία τής γυναίκας, καί από ‘κεί πού είναι πέρα από τούς δεσποτάδες καί τούς Πατριάρχες, νά τό θεωρήσωμε μεγάλη τιμή νά τήν κάνωμε διάκο. Είναι πέρα από τούς διάκους καί πέρα από τούς πατριάρχες, εάν τυχόν είναι αυτό πού είναι.
Γι’ αυτό, λέω τό εξής: Άς μάθωμε τήν Ορθόδοξη λογική, γιά νά απολαύσωμε τήν απόλυτη ελευθερία, η οποία -ταυτόχρονα- μάς οδηγεί στό ζεστό μας σπίτι.
.........................
(Απάντησι σέ ερώτησι τού μαθητή Μιχαηλίδη γιά τή θέσι τής Εκκλησίας στό γεγονός ότι είμαστε θρησκευτική μειονότητα στήν Ευρώπη).
 π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Θέλω νά πώ τό εξής: είμαστε η θρησκευτική μειονότης...
Μιχαηλίδης: Αριθμητικά πάντα μιλάω
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: -Αριθμητικά, ναί, γι’ αυτό είμαστε μεγάλη δύναμις. Θά ήθελα κατ’ αρχήν νά μιλούσαν πολλοί, γιατί πολλοί θέλουν νά μιλήσουν εναγωνίως, ώστε νά μήν έχωμε θέμα μιάς εξισώσεως, αλλά συστήματος εξισώσεων μέ πολλούς αγνώστους, καί όλα μαζί νά λυθούν. Γιατί, όταν οι μαθητές εκφράζωνται ελεύθερα, δείχνουν τήν αγωνία τους, τό επίπεδό τους, καί ταυτόχρονα κρίνεται καί η παιδεία πού τούς προσφέρεται. Γι’ αυτό, θά ήθελα νά ακουστούν οι προβληματισμοί περισσοτέρων, καί έτσι ενιαίως θά φτάσωμε σέ μιά απάντησι, καί νά μήν παίρνωμε μία-μία, κεχωρισμένως, καί νά τήν αντιμετωπίζωμε δυτικώς.
............
(Μετά από συζήτησι γιά τή θρησκευτική ελευθερία καί τόν προσηλυτισμό στήν Ελλάδα καί τούς «θεολόγους» κάποιων αιρέσεων).
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Θέλω νά αφήσω νά λένε πιό πολύ τά παιδιά. Πάντως, έδωσαν από ‘δώ τά παιδιά απάντησι, καί χαίρω, γιατί πάμε νά βρούμε ένα μίτο πού θά μάς βγάλη στή διέξοδο.
Άν τυχόν έχη κανείς αισθήσεις, φυσικά δέν τόν πιάνουν αυτά τά πράγματα. Βλέπετε ότι στήν αρχή η μητέρα στό μωρό παιδί δίνει τό γάλα καί τό φαγητό σέ αποστειρωμένα σκεύη. Στή συνέχεια τά καταργεί, γιατί καί τά μικρόβια κάνουν καλό, δημιουργούν αντισώματα. Οπότε, στήν αρχή χρειάζεται μιά προσοχή. Κι έχει σημασία ένας πού λέει ότι είναι θεολόγος πού παραπέμπει. Εγώ μπορώ νά σάς μιλάω απόλυτα, καί ταυτόχρονα αυτά πού σάς λέω, γιά νά τά σεβαστήτε, πετάξτε τά όλα στόν κάλαθο τών αχρήστων. Αλλά είμαι σίγουρος, έτσι νοιώθω, ότι δέν σάς εμπαίζω, γιατί σάς παραπέμπω κάπου. Σάς παραπέμπω στήν Ορθόδοξη ‘Εκκλησία. Καί όπως λέει ο ‘Απόστολος Παύλος στήν πρός Θεσσαλονικείς: «Ου πάντων η πίστις»· καί ου πάντων η ‘Ορθοδοξία. Άν κανείς είναι πλασμένος γιά τά μεγάλα, τότε θά προχωρήση.
Τώρα, αυτό πού ελέχθη γιά τή μεγάλη δύναμι τού Βατικανού στήν Ευρώπη καί άν είναι απειλητική γιά μάς. Πρίν από λίγα χρόνια, όχι πολλά, είχα διαβάσει κάτι πού έγραφε ο Λένιν γιά τόν Ντοστογιέφσκι. Λέει: «Κοίταξε, δέν χάνω τόν καιρό μου μέ τέτοια σκουπίδια». Κι είπα μέσα μου: «Εν Χριστώ αδελφέ Λένιν, μή λές μεγάλες κουβέντες». Καί είδατε ότι έπεσε όλο αυτό τό οικοδόμημα, όλες αυτές οι παράτες καί οι απειλές. Υπάρχει μιά ελάχιστη δύναμι, η οποία «εν ασθενεία τελειούται».
Θά έλεγα ότι υπάρχει ο «τρόπος τής τού παντός διοικήσεως», καί τά πάντα διοικούνται από ένα νόμο τής αγάπης. Αυτές οι επιβολές καί τά ψέμματα, είτε μέ τά τάνκς τού Μουσολίνι ή τού Χίτλερ, ή μέ τήν επιβολή τού Πάπα, αυτά «βασιλεύουν αλλ’ ουκ αιωνίζουν». Αυτό τό οποίο σώζει όλους, είναι αυτό τού οποίου η δύναμις «εν ασθενεία τελειούται», καί αυτό τό οποίο ανίσταται εκ τών νεκρών. Καί αυτό τό λίγο, τό οποίο σώζει όλους, έχει νά δώση η ‘Εκκλησία.
Τώρα, τό άλλο: «Τί λέει η ‘Εκκλησία γιά τήν είσοδο τής Ελλάδος στήν Ενωμένη Ευρώπη;» Μού αρέσει η ερώτησι, γιατί δέν καταλαβαίνομε τί είναι ‘Εκκλησία.
‘Εγώ δέν θά ήθελα νά δούμε τήν ‘Εκκλησία σάν έναν οργανισμό. Καί δέν μέ ενδιαφέρουν οι οργανισμοί οι εξωτερικοί. Θέλω νά πώ ότι αυτά τά πράγματα, οι ιστορικές εξελίξεις, προχωρούν μόνες τους. Καί πρίν μπούμε στήν Ευρώπη, ήμασταν ήδη στήν Ευρώπη. Είχαν πάει οι μετανάστες, καί έρχονταν εδώ οι τουρίστες.
Καί τώρα αυτό πού θά πή η ‘Εκκλησία γιά τήν είσοδο στήν Ευρώπη, γιά μένα είναι πώς θά αντιδράση η πνευματική μας δύναμι καί ποιός θά νικήση. ‘Ανέκαθεν βλέπετε ότι υπερτερούσε τό ελληνικό πνεύμα. Καί τούς κατακτητές, τούς Ρωμαίους, τούς κατακτήσαμε δι’ αυτής τής δυνάμεως τής πνευματικής. Καί στή συνέχεια, οι Έλληνες Πατέρες είναι αυτοί πού είναι Οικουμενικοί Διδάσκαλοι. Σήμερα δίδεται ελεύθερη πάλη στόν χώρο τής Ευρώπης. Καί, αναπόφευκτα, στό τέλος θά νικήση ο ασθενής, τό «από καταβολής κόσμου εσφαγμένον Αρνίον» τής ‘Αποκαλύψεως. Όποιος αυτό πιστεύει, ήδη από τώρα ζή ήρεμα, καί νοιώθει τήν ενότητα πού υπήρχε, υπάρχει καί θά υπάρχη.
...................
(Απάντησι σέ παρατήρησι ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, αντίθετα μέ τίς άλλες ομολογίες, δέν προσαρμόζεται στήν ευρωπαϊκή πραγματικότητα)
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Μπορεί νά είμαστε πάρα πολύ ενημερωμένοι, καί νά είμαστε οι ουραγοί. Καί μπορεί νά είμαστε απόντες, καί νά ρυθμίζωμε εμείς τίς τύχες τών εξελίξεων τών πραγμάτων. Αυτό πού νομίζω ότι έπρεπε νά γίνη τώρα καί τό είχα πή καί στόν Οικουμενικό Πατριάρχη, όταν ερχόμαστε από τό ‘Ορος, είναι ότι θά πρέπη νά πάψη η Ορθόδοξη ελληνική μειονότης πού είναι στό εξωτερικό νά ζή μέσα στό γκέτο της, καί νά ανοίξη τίς πύλες πρός όλο τόν κόσμο. Δηλαδή, αυτό πού λέει ο Κατηχητικός Λόγος τού Χρυσοστόμου τό Πάσχα: «Πάντες απολαύσατε τού συμποσίου τής πίστεως, πάντες απολαύσατε τού πλούτου τής χρηστότητος». Δέν ανήκει σέ εμάς η ‘Ορθοδοξία.
Καί τώρα, μέ τήν ΕΟΚ, είδα ότι υπάρχουν νέοι άνθρωποι. Παλιά ήταν οι εργάτες πού πήγαιναν νά βγάλουν ένα κομμάτι ψωμί καί οι φοιτητές πού πήγαιναν νά σπουδάσουν. Τώρα είναι πολλοί, μετριούνται σέ χιλιάδες, νέοι επιστήμονες πού δουλεύουν στήν ΕΟΚ, στό ΝΑΤΟ καί σέ άλλους διεθνείς οργανισμούς, οι οποίοι -όντας τής ίδιας ηλικίας καί τής ίδιας μορφώσεως μέ τούς άλλους Ευρωπαίους- δουλεύουν σέ παράλληλα γραφεία, καί οι Έλληνες αυτοί, οι νέοι επιστήμονες, όντας μακριά από τήν Ελλάδα καί από τήν Ορθόδοξη ‘Εκκλησία, προβληματίζονται καί γνωρίζουν καλύτερα τήν Ελλάδα καί τήν Ορθόδοξη ‘Εκκλησία. Καί αυτό πού πρέπει νά γίνη, καί γίνεται σιγά-σιγά, είναι νά ανοίξουν οι πύλες τής Ορθόδοξης ‘Εκκλησίας πρός όλους. ‘Οχι νά κάνωμε προσηλυτισμό, αλλά δέν μπορούμε νά κλείσωμε αυτή τή χάρι.
Καί νά δούμε ποιοί γίνονται σήμερα Ρωμαιοκαθολικοί ή Προτεστάντες. Κάποιοι άγνωστοι, φτωχοί, πού ίσως παντρεύτηκαν έναν προτεστάντη ή μιά προτεστάντισσα. Ποιοί γίνονται Ορθόδοξοι; Γίνονται Ορθόδοξοι οι μοφωμένοι, οι συγκεκριμένοι, οι μορφές: Ο π. Πλακίδας, ο π. Κάλλιστος Ware, ένας ιερομοναχος σέ αγιορείτικο μοναστήρι, πού ήταν υφηγητής τής Πατρολογίας στήν Ελβετία. Οπότε, η δύναμίς μας βρίσκεται σέ αυτή τήν αλήθεια. Κι άν τυχόν δοθή αυτή η μαρτυρία, τότε αμέσως θά αυξάνη τό φώς καί η παρουσία τής ‘Ορθοδοξίας. Καί νά μήν πούμε γιά τό καζάνι, άν βράζη από θυμό, άς πούμε ότι ο ήλιος πού σβήνει τά αστέρια, μιά χάρις, η οποία μάς δίνει τή δυνατότητα γιά πραγματική ενότητα καί ελευθερία.
..............................
(Απάντησι σέ ερώτησι γιά τό πόσο ενωμένη είναι σήμερα η Ορθοδοξία καί γιά τήν αναγραφή τού θρησκεύματος στίς αστυνομικές ταυτότητες)
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Σάς είπα στήν αρχή ότι στήν Ορθοδοξία μέσα απολαμβάνει κανείς τήν ελευθερία. Αλλά πρέπει νά τή δούμε τήν ‘Ορθοδοξία στήν αλήθεια της καί σέ ένα ορισμένο επίπεδο. Ο ‘Ιωάννης ο Χρυσόστομος διερωτάται γιά τόν ‘Ιούδα τί γίνεται καί γιατί δέν τόν έσωσε ο Χριστός. Καί λέει ο ίδιος ότι δέν μπορείς νά κάνης τίποτα αληθινό διά τής βίας. Δέν μπορείς νά βάλης μέ τή βία κάποιον στόν Παράδεισο. Κι όπως λέει κάποιος, καλύτερα μιά πραγματική κόλασι, παρά ένας φανταστικός παράδεισος.
‘Εγώ θέλω νά σάς μιλήσω εκ τών υστέρων· δηλαδή, εάν πούμε ότι έχομε α, β, γ, δ θρησκείες, νά διαλέξη ο καθένας μιά θρησκεία. Εάν πούμε ότι υπάρχει αυτή η γεωγραφία τών θρησκειών, θά σού πή ο άλλος: Είσαι στήν Αραβία; Μουσουλμάνος είσαι. Εδώ στήν Ελλάδα; Ορθόδοξος είσαι. Στή Ρωσία, πιό πολύ Ορθόδοξος, καί λίγο Βαπτιστής. Κάπως έτσι. Έτσι τά βλέπουν οι θρησκειολόγοι.
‘Εγώ δέν βλέπω τήν ‘Ορθοδοξία σάν θρησκειολόγος, αλλά, άν θέλετε, τή βλέπω σάν άνθρωπος. Καί μιά φορά, σέ μιά συνάντησι πού είχαμε στό αμφιθέατρο τής ‘Ιατρικής καί είχαν βάλει οι φοιτητές τόν τίτλο «‘Ορθοδοξία καί αναρχία», εγώ τούς είπα τό εξής: Κοιτάξτε, ο άνθρωπος είναι κάτι πού δέν χωρά σέ κανένα σύστημα, σέ καμμιάν ιδεολογία καί σέ καμμιά θρησκεία. Κι άν θέλετε, ούτε στήν ‘Ορθοδοξία χωράει. Κι επειδή η ‘Ορθοδοξία μέ βοηθάει νά είμαι μή Ορθόδοξος, γι’ αυτό είμαι Ορθόδοξος. Κι άν τυχόν ο δικός σας αναρχισμός σάς βοηθάει νά είστε μή αναρχικοί, τότε είμαστε εν τάξει. Άν είστε αναρχικοί, τότε είστε χαμένοι αναρχικοί. Κι ο κομμουνισμός σου σέ βοηθάει νά είσαι μή κομμουνιστής; Πέραν από τόν κομμουνισμό; Τότε συνεννοούμαστε. Αλλιώς, δέν μέ ενδιαφέρεις.
Καί σάς λέω τό εξής: Η ‘Ορθοδοξία δέν λατρεύει ένα Θεό είδωλο, αλλά τόν Υπέρθεο. Καί μέσα στή Λειτουργία λέμε: «‘Αξιον καί δίκαιον σέ υμνείν, σέ ευλογείν, σέ αινείν, σοί ευχαριστείν». Γιατί; «Σύ γάρ εί Θεός ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος». Άν ήταν νοητός, ορατός, καταληπτός ο Θεός, θά ήταν ένα είδωλο, καί θά ήταν ένας δικτάτορας. Αλλά επειδή είναι αόρατος, ακατάληπτος, απερινόητος, γι’ αυτό αξίζει τόν κόπο νά υμνήται. Καί γι’ αυτό, ξέρετε τί μπορεί νά πή κανείς; Νά σάς τό πώ, άν καί γι’ αυτό μέ κατηγόρησαν κάποτε, μού έκαναν μήνυσι στήν Ιερά Σύνοδο ότι είμαι άθεος. ‘Εκεί πού λέει: «σύ γάρ εί Θεός ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος», μπορούμε νά προσθέσωμε καί «ανύπαρκτος». Κι επειδή είσαι ανύπαρκτος, γι’ αυτό, όντως υπάρχεις. Καί λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ότι ο Θεός δέχεται «τό μή είναι μάλλον, διά τό υπερείναι, ως οικειότερον επ' αυτού λεγόμενον». Δηλαδή, επειδή ο Θεός είναι πάνω από τό είναι, μέ οποιαδήποτε έννοια τής υπάρξεως μπορούμε νά έχωμε εμείς, δέν μπορείς νά πλησιάσης τήν ύπαρξι τού Θεού μέ τίς δικές σου δυνατότητες. Οπότε, άν πής ότι δέν υπάρχει, είσαι πιό κοντά απ’ τό νά πής ότι υπάρχει.
Κι ο Γρηγόριος ο Νύσσης λέει τό εξής: Τί σημαίνει ότι ο Μωϋσής είδε τόν Θεό μέσα στόν γνόφο, μέσα στό σκοτάδι; Σημαίνει ότι ο Θεός βρίσκεται εκεί όπου δέν μπορεί νά φτάση ο άνθρωπος, ούτε μέ τήν αίσθησι ούτε μέ τή διαίσθησι ούτε μέ τή γνώσι. Καί καταλήγει λέγοντας: «‘Αρα, τό αληθώς ιδείν τόν Θεόν ευρίσκεται εν τώ μή ιδείν τόν Θεόν» καί η γνώσι στήν άγνοια. Οπότε, τό γεγονός τής Ορθοδόξου πίστεως είναι μεγαλύτερο από τήν απιστία. Κι αγκαλιάζει τήν απιστία. Καί τό γεγονός τής σωτηρίας είναι μεγαλύτερο από τήν απώλεια. Καί «ός άν απωλέση τήν ψυχήν αυτού, ούτος σώσει αυτήν». Άν ήταν μιά σωτηρία η οποία φοβάται κάτι, είναι χαμένη. Νά τήν πάρη τό ποτάμι, νά τελειώση η υπόθεσι. Αλλά, άν έχωμε κάτι τό οποίο νικά τόν θάνατο, τότε δέν φοβούμαστε τίποτε, καί ο ίδιος ο θάνατος είναι μιά ευλογία γιά μάς.
Καί γιά τό άλλο πού ελέχθη προηγουμένως, άν πρέπη νά φοράνε οι γυναίκες παντελόνι ή φουστάνια, λέω: Νά μέ φάη ο θάνατος μέ παντελόνι ή φουστάνι τό ίδιο είναι. Τό ερώτημα είναι: μπορεί νά ξεπεραστή ο θάνατος; Από ‘κεί καί πέρα, άς ντυθής όπως θέλεις.
Καθένας είναι ελεύθερος νά κάνη ό,τι θέλει. Αλλά εγώ σάς λέω αυτή τήν ελάχιστη εμπειρία: ότι μέσα στήν ‘Ορθόδοξη ‘Εκκλησία υπάρχουν οι απαιτητικοί, οι οποίοι ζούν εκτός συνόρων. Κι όταν λέμε «η γεωγραφία τών θρησκειών, δέν πιάνει τήν Ορθοδοξία», δέν είναι θρησκεία. Γιατί, όπως νοούν οι Πατέρες μας: «ο Θεός διά τήν υπερέχουσαν αυτού αγάπην έξω εαυτού γίγνεται καί πάσι κατάγεται ανεκφοιτήτως μένων εν εαυτώ». Οπότε, τό νά χάσης τήν ψυχή σου, «ένεκεν αυτού καί τού Ευαγγελίου» καί τών άλλων αδελφών είναι τρόπος γιά νά τήν βρής. Κι όταν είσαι έξω από τόν εαυτό σου, τό εκστατικώς υπάρχειν είναι ο τρόπος γιά νά αποκτήσης τίς πραγματικές διαστάσεις τού είναι σου, καί ο καθένας νά ανακεφαλαιώνη τό όλον. Αυτό είναι η ‘Ορθοδοξία, καί βιούται ήρεμα, χωρίς φωνές, χωρίς αποδείξεις, χωρίς επιχειρήματα, μέ ένα μέλος ουράνιο, τό οποίο σαγηνεύει αυτούς πού θέλουν τά πολύτιμα. Ο καθένας είναι ελεύθερος νά κάνη ό,τι θέλει.
‘Εάν πλησιάση όντως αυτό πού είναι ‘Ορθοδοξία, τότε θά αρχίση, όπως λέει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, νά σκέφτεται ξένως, νά νοή ξένως καί νά βλέπη ξένως, μέ έναν άλλον τρόπο. Κι αυτό τό «ξένως» είναι τό δικό μας, τό ανθρώπινο. Καί τότε καταλαβαίνει γιατί η Ορθόδοξη ‘Εκκλησία έχει τό δικαίωμα νά πή ότι «εγώ είμαι η Μία, Αγία, Καθολική καί ‘Αποστολική ‘Εκκλησία», γιατί βοηθάει στό νά ελευθερωθή η κοινή φύσι τών ανθρώπων καί ο καθένας νά γίνη μεγαλύτερος από τήν όλη οικουμενη, ο καθένας νά ανακεφαλαιώνη όλη τήν ‘Εκκλησία.
Οπότε, όταν ο καθένας δέν έχη ένα τμήμα, αλλά ο καθένας έχη τό όλον, τότε ταυτίζεται καί η ελευθερία μέ τήν ενότητα, η στάσις μέ τήν κίνησι, ο λόγος μέ τή σιωπή καί ηρέμα είμαστε μέσα στόν Παράδεισο, όπου υπάρχει απόλυτη ησυχία καί κοχλασμός ζωής.
ΠΑΠΑΔΕΡΟΣ: π. Βασίλειε, υπάρχει καί ένα τελευταίο ερώτημα: Πώς μπορεί τό Οικουμενικό Πατριαρχείο νά δράση, όντας μέσα στήν αιχμαλωσία του;
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Τίποτα δέν έχομε νά πούμε μετά απ’ αυτά. Μετά απ’ αυτά, δέν απορούμε πώς ο Χριστός θά σηκώση τήν πλάκα τού τάφου. Τά διαλύει όλα, γιατί έχει αυτή τή δύναμι. ‘Αρκεί νά είμαστε Ορθόδοξοι, καί τότε θά είμαστε ελεύθεροι, καί όλες οι δυσκολίες θά είναι ευλογία γιά μάς, όχι εμπόδιο.
.........................
(Τοποθέτησι σέ παρέμβασι τής κ. Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα σέ εισήγησι μαθητών μέ θέμα: Ελληνική τέχνη καί Ευρώπη)
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Καταλαβαίνετε ότι δέν έχω νά πώ τίποτα. Ευχαριστήθηκα από τή δασκάλα, σάν μαθητής. ‘Οπως μπορεί νά έχετε διαπιστώσει, απλώς λέω ό,τι μού κατέβη, δηλαδή εξομολογούμαι. Μού άρεσε αυτό πού είπατε πώς γίνεται από τήν αρχαία εποχή, ότι η τέχνη είναι πολιτική, φροντίζει γιά τόν πολίτη. ‘Εγώ διακρίνω μέσα σέ όλη τήν παράδοσι πόσο υπάρχει η συνέχεια εδώ καί πώς εμείς οφείλομε καί μπορούμε μόνοι μας νά συνεχίσωμε αυτή τή μεγάλη παράδοσι πού είναι γιά τόν πολίτη, είναι γιά τόν άνθρωπο, είναι γιά τήν κοινότητα. Καί αλλού δέν υπάρχει αυτό τό πράγμα. ‘Επίσης μού άρεσε ο αγώνας τής κ. Λαμπράκη, αυτό πού είπε ότι δέν θέλω νά μάς κάνουν κουμάντο. Τό ποιοί θά αντιπροσωπεύουν τήν Ελλάδα, θά τό πούμε εμείς. ‘Επίσης, τό άλλο πού άκουσα καί τό καταλαβαίνω, γιατί ξέρω παρόμοιες περιπτώσεις στή δική μας πλευρά, ότι άν θέλαμε νά πάμε στό Μητροπολιτικό Μουσείο τής Νέας Υορκης τούς καλλιτέχνες οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τή συνέχεια τού αρχαίου Ελληνισμού καί τής βυζαντινής περιόδου, δέν τό δέχονται. Καί νομίζω ότι πάλι, όπως τό τέλειωσε, κρητικά καί παλικαρίσια, μένομε εκεί καί συνεχίζομε. Κι οι λίγοι είμαστε πολλοί, όπως λέει ο Μακρυγιάννης.
Οπότε, εγώ θέλω νά σάς ευχαριστήσω γιά τή συνάντησι, μακάρι νά υπήρχε δυνατότης νά λέγονταν περισσότερα, μακάρι νά υπήρχε δυνατότης ακόμα νά γινότανε λιώμα τά πάντα, νά τά διαλύσωμε όλα. (χειροκροτήματα) Οπότε, βλέπετε, μετά από τή διάλυσι τών πάντων αναδύεται κάτι τό οποίο δέν διαλύεται, καί αυτό θά αντιπροσωπεύωμε εμείς. Καί νομίζω ότι είναι ευλογία πού ήρθε η κ. Λαμπράκη, καί υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι πού λαμπρύνουν τήν ιστορία. Καί, στή συνέχεια, εγώ θέλω εσείς νά αυξήσετε αυτό τό προζύμι τού Ελληνισμού καί τής ‘Ορθοδοξίας πού έχετε μέσα σας. Αυτό τό καθολικό στοιχείο πού μάς έχουν βάλει οι πρόγονοι -καί εγώ δέν χωρίζω αρχαίους ‘Ελληνες καί μεταγενέστερους Έλληνες, γιατί υπάρχει μιά συνέχεια τού πόνου καί τής αναζητήσεως. Καί φτάνομε στόν Γρηγόριο Νύσσης, πού λέει ότι η θέα τού Θεού είναι η πορεία πρός τόν Θεό. Οπότε, η ατελεύτητη πορεία πρός τά εμπρός είναι η μοίρα η δική μας· καί νομίζω ότι, άν συνεχίσωμε νά είμαστε αυτό πού είμαστε, τότε θά δούμε ότι, όπως έλεγε κάποιος, τό κάλλος τό εξωτερικό έχει ημερομηνία λήξεως. Τό κάλλος τό αληθινό, τό ουράνιο, δέν λήγει ποτέ, αλλά συνέχεια προχωρεί. Καί αυτό πού λέμε στήν ‘Εκκλησία, τό κάλλος είναι η θεία χάρις, τό κάλλος είναι η Θεότης, τό κάλλος είναι ο ίδιος ο Θεός.
Άς συνεχίσωμε αυτή τήν καλή καί μαρτυρική πορεία, καί η πορεία μας δέν θά τελειώση ποτέ.
............................
(Τοποθέτησι σέ εισήγησι μαθητών μέ θέμα: «Τοπική αυτοδιοίκησι. Μεταξύ παραδοσιακής κοινότητας καί σύγχρονης διοικητικής αποκέντρωσης» καί σέ παρέμβασι τού κ. Βασίλη Ξυδιά)
π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Δέν μιλάμε γιά νομικό καθεστώς στό ‘Αγιον ‘Ορος. Στό ‘Αγιον ‘Ορος υπάρχει χιούμορ, γι’ αυτό, αξίζει. Εάν θέλωμε νά δούμε τί λέει τό ‘Αγιον ‘Ορος γιά μάς, θά πρέπη νά δούμε πώς η δυτική κοινωνία νοεί τόν μοναχισμό καί τόν έχει ενσαρκώσει στά μοναστήρια της, πού είναι ένας στρατώνας απαράδεκτος γιά μάς. Καί τί είναι τό ‘Αγιον ‘Ορος; Είναι μιά όντως δημοκρατία, πέρα από τή δημοκρατία, είναι ένα διαλυμένο πράγμα καί συγκροτημένο, όπου ο καθένας μπορεί νά βρή τόν τόπο του καί τή θέσι του. Οπότε, τό ‘Αγιον ‘Ορος είναι ένα κομμάτι τού εαυτού μας, πού εκφράζει αυτό πού είναι τό είναι μας. Καί άν είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι καί αληθινοί, αυτό θά πρέπη νά τό πιάσωμε, νά τό εφαρμόσωμε μέ τόν δικό μας τρόπο σέ κάθε μιά μορφή ζωής.
Είχε έρθει ένας Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος, παπάς, καί δημοσίευσε μετά ένα άρθρο. Μού κάνει εντύπωσι, γράφει πώς αυτοί οι καλόγεροι είναι φανατικά προσκολλημμένοι στήν παράδοσι, καί έχουν τέτοια ελευθερία στήν προσευχή. Μά, η προσκόλλησι στήν παράδοσι είναι η προσκόλλησι στήν ελευθερία σέ εμάς, ο σεβασμός τού ανθρώπου. Κι αυτά πού σάς έλεγα χθές: Στή δικτατορία, ο άνθρωπος είναι όχι απλώς ένα ασήμαντο πιόνι, αλλά ένα πράγμα διαλυμένο, πού έχει γίνει πολτός. Στή δημοκρατία, πού τήν ξέρομε, ο άνθρωπος είναι ένα κομμάτι άψυχο. Στήν Ορθόδοξη ‘Εκκλησία πραγματοποιείται τό απραγματοποίητο καί ανέφικτο. Λέμε ότι στόν καπιταλισμό ο μεγάλος τρώει τόν μικρό. Κι έχομε τόν σοσιαλισμό καί τόν κομμουνισμό, όπου θέλομε νά χωρίσωμε ίσα μέρη. Κι ο άνθρωπος λέει: Δέν μέ φτάνει τό ίσο μέρος, αλλά, καί όλα νά μού τά χαρίσης, πάλι δέν είμαι χορτασμένος. Τότε λέει ο άλλος: Είσαι τρελός, δέν μπορεί νά ικανοποιηθή τό αίτημά σου. Καί μέσα στήν ‘Εκκλησία ικανοποιείται τό ανέφικτο. Καί λέμε στήν ακολουθία τής Μεταμορφώσεως: «Νύν τά ανήκουστα ηκούσθη καί τά αόρατα εθεάθη».
Ο καθένας δέν έχει απλή ισηγορία, πού ξεκινάμε από ‘κεί, καί δέν είναι ένα κομμάτι τού όλου, αλλά ο καθένας ανακεφαλαιώνει τό όλον. Καί τό βλέπεις αυτό νά είναι, όχι μιά ιδέα πού διατυπώνεται θεωρητικά, αλλά μία πραγματικότης πού στήν πράξι υλοποιείται. Κατ’ αρχήν, δέν ήθελα νά μιλήσω, γιατί μιλάω καί ακούω διά τών παιδιών, πού μιλάνε καί ακούνε. Καί ο κ. Ξυδιάς ήταν καλό παιδί καί μίλησε καλά. Καί νομίζω ότι στό τέλος είδατε ότι καί οι ξένοι προβληματίζονται. Καί νά μήν σάς πώ ότι... είπε ο Τσαρούχης ότι ο Γκρέκο πήγε στή Δύσι, γιά νά γίνη τέλειος δυτικός, καί μετά απ’ όλα αυτά τά πράγματα, παρά τή θέλησί του, ξέσπασε αυτό πού είχε μέσα του. Αυτό πού λέει πάλι ο Τσαρούχης, πού είχε πή γέρος, όταν ήτανε στό ‘Ορος, ότι η ‘Ορθοδοξία είναι ένας λεκές πού δέν τόν βγάζει κανένα πλυντήριο. Οτιδήποτε καί νά κάνωμε, θά ξεσπάση από μέσα μας αυτό τό Ορθόδοξο, τό οποίο υπάρχει σάν μιά κυτταρική μνήμη μέσα στό είναι μας.
Κι επίσης ο μουρλός, ξέρω ‘γώ, ο Σαββόπουλος, έτσι παρουσιάζεται, λέει πολύ σοβαρότερα πράγματα απ’ ό,τι λένε οι μεγάλοι κι οι επίσημοι. Αυτό πού βάλανε τά παιδιά στό τέλος, καί καλά κάνανε καί τό βάλανε, τού Καραμανλή, ότι η Ευρώπη έχει προπαντός τό προνόμιο νά μπορή νά δώση στήν ανήσυχη νεολαία της ένα ιδανικό: τήν ένωσι τής Ευρώπης, καί δι’ αυτής μιά νέα αναγέννησι πνευματική καί ηθική, είναι αστοχία καί δέν λέει τίποτα. Αλλά αυτό, τό οποίο λέει πολλά καί τά οποία ζητάει η Ευρώπη, καί δέν μπορούμε νά βλέπωμε εμείς τήν Ευρώπη σάν Ευρωπαίοι, αλλά σάν Έλληνες, είναι ότι κάτι υπάρχει. Καί θά τό δούμε στήν ενορία, θά τό δούμε στά τραγούδια αυτά τά λαϊκά, καί θά μαζευτή όλος ο κόσμος, καί θά δούμε καί στό ‘Αγιον ‘Ορος...
Άν πάμε σέ ένα μοναστήρι δυτικό, λές: «είναι στρατώνας, έχω αποφοιτήσει, δέν έχω όρεξι γιά άλλο στρατώνα, φεύγω έξω». Άν πάς στό ‘Αγιον ‘Ορος, είναι ένα πράγμα διαλυμένο καί συγκροτημένο, όπου κυκλοφορούν άνθρωποι. Είχε έρθει πάλι ένας Καθολικός Γάλλος. Πήγε στήν Αγία ‘Αννα καί παρακολούθησε μιά αγρυπνία, καί λέει: «Μά, γιά νά φτάσης μετά από αυτήν τήν άσκησι σέ αυτό τό χιούμορ, πρέπει νά περάσουν χιλιετίες». Καί νομίζω, αυτό πρέπει νά συλλάβωμε, αυτό νά βάλωμε μέσα, σάν προζύμι.
‘Εγώ νοιώθω ότι είστε καλά παιδιά. Μήν αφήσετε τόν εαυτό σας νά χαντακωθή από τίς ανοησίες τών μεγάλων καί από τήν ψεύτικη αγωγή τής Δύσεως. Η Δύσι είναι κάτι τό απάνθρωπο. Η Δύσι δημιουργεί ολοκληρωτισμούς, είτε μέ φασισμούς είτε μέ δημοκρατίες. Κάτι ξένο καί στεγνό. Καί θέλει μιά ανθρωπιά, η οποία υπάρχει μέσα εδώ καί πρέπει νά δοθή εκεί· έτσι θά βρούμε τόν εαυτό μας.
Νά σάς πώ κάτι άλλο: Πρίν από λίγες μέρες ήμουν εδώ, στήν ‘Εκκλησιαστική Σχολή. ‘Εμεινε ένα απόγευμα ελεύθερο, καί πήγαμε στή Θέρισο, εκεί πού έγινε η επανάστασι μέ τόν Βενιζέλο· καί είχα πή ότι άξιζε νά πάτε. Καί πρέπει εδώ οι Χανιώτες νά διαφημίζουν τή Θέρισο. 14-15 χιλιόμετρα από τά Χανιά, μέ 8 χιλιόμετρα φαράγγι διαδρομή. Φτάνομε, εκεί είναι καί τό σπίτι τού Βενιζέλου. Ως συνήθως, οι ‘Ελληνες τό έχομε εγκαταλείψει. ‘Εσβησε τό φώς τής ΔΕΗ, καί ευτυχώς, γιατί ήταν η μυρωδιά τής βροχής, ο ήχος τού ποταμιού καί οι κουκουβάγιες πού τραγουδούσαν στά βουνά δημιουργούσαν μιά ατμόσφαιρα λειτουργική. ‘Οταν τό αυτοκίνητό μας πέρναγε μέσα από τό χωριό, πήγαινε σιγά-σιγά, συναντήσαμε μιά γριά. Είδε τούς φανούς, καί έκανε ένα νόημα: «Πηγαίνετε αργά, νά μού φωτίζετε νά πάω στό σπίτι μου». Δέν λέει: «Κοιτάξτε, σάς παρακαλώ πολύ, μήπως είναι...». «Πηγαίνετε αργά, νά μού φωτίζετε, νά πάω στό σπίτι μου». Κι αυτή είχε ένα μεγάλο καλάμι, αρχοντογριά, καί πήγαινε, πήγαινε... Οπότε, λέμε: Πού πάει τώρα αυτή; Γιατί περάσαμε τό χωριό, καί ήταν τελευταίο σπίτι αριστερά. Μόλις τέλειωσε η διαδρομή, έρχεται, μάς πλησιάζει χαμογελαστά: «Λοιπόν, σάς ευχαριστώ πολύ, κατεβάστε τώρα νά πιήτε μιά ρακή». Δέν ξέρω, αλλά αυτό τό ύφος έδειχνε έναν κόσμο ολόκληρο. Δέν είναι ευγένεια. Μάς δίνει μιά προσταγή. Σέ ποιούς; Σέ αυτούς τούς αγνώστους, οι οποίοι κρύβονται πίσω από δύο προβολείς, πού τή θαμπώνουν. Αλλά αυτή λέει: «Κοιτάχτε. Πηγαίνετε αργά, νά μού φωτίζετε, νά πάω στό σπίτι μου»· καί αμέσως μετά: «Κατεβάστε τώρα, νά πιήτε μιά ρακή». Μά, αυτός είναι όλος ο κόσμος, αυτή είναι η κοινωνία, αυτός είναι ο Παράδεισος. Κι αυτό δέν ερμηνεύεται. Αυτό είναι τό προζύμι πού υπάρχει μέσα μας, καί μέ αυτό πρέπει νά φτιάξωμε τόν εαυτό μας.
.......................
(Τοποθέτησι στήν τελευταία συνεδρία)
Καί εγώ θέλω νά ευχαριστήσω όλους. Δέν ξέρω εάν τυχόν ο υπαινιγμός ότι τά πράγματα πήγαν καλά, αλλά είχαμε καί συγκρούσεις, αφορούσε καί μένα, καί εάν έχω κάτι νά τό πώ, τό λέω. Δέν πιστεύω ότι οι νέοι πάντα είναι καλοί καί οι γέροι είναι κακοί. Δέν πιστεύω στή βιολογική νεότητα, πού παρέρχεται. Πιστεύω ότι υπάρχει ένας νέος γεννημένος, πού δέν γερνά, καί ένας άλλος γέρος γεννημένος.
Αυτό πού μού έκανε εντύπωσι -καί μιλάω ειλικρινά- είναι ότι υπήρχε στό Συνέδριο κάτι ιερό. Έχω αρκετό καιρό νά έλθω σέ τέτοια επαφή μέ τά παιδιά, καί μέ συνεκίνησαν. Μέ συνεκίνησαν, καί νοιώθω αυτό πού λέγεται στήν ‘Εκκλησία: «ψαυέτω μηδαμώς χείρ αμυήτων» τήν κιβωτό τήν αγία τής πίστεώς μας.
Δέν συνάντησα στό συνέδριο απλώς νέους ανθρώπους, πού είναι κάτι συγκινητικό. Συνάντησα ανθρώπους σοβαρούς, πού μέσα τους έχουν ένα προζύμι τής παραδόσεώς μας. Κι αυτό τό πράγμα μέ συγκλονίζει. Μπορώ νά σάς πώ καί τό άλλο, ότι πολλές φορές μέ καλούν, καί πάω σέ ομιλίες επισήμων, καί απογοητεύομαι, καί νοιώθω ότι έχω χάσει τήν ώρα μου. Στή δική σας τή συνάντησι εγώ αισθάνομαι υποχρεωμένος. ‘Επίσης, μπορώ νά πώ τό εξής, πάλι ειλικρινά, γιά τίς δύο εισηγήσεις καί διευθύνσεις τών Ειδικών Συμβούλων, όπως τούς ονομάσατε, πού έγιναν από τήν κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα καί από τόν κ. Βασίλειο Ξυδιά, ότι καί αυτοί μέ ανέπαυσαν. ‘Ηταν οι μόνοι Ειδικοί Σύμβουλοι πού μπόρεσα νά παρακολουθήσω. Τώρα εγώ σάς λέω τόν λογισμό μου: Άν δέν μέ αναπαύανε, θά σάς τόλεγα ότι δέν πηγαίνει πουθενά. ‘Επίσης, η κ. Λαμπράκη, πού ξέρει τό θέμα της καί μίλησε όμορφα, οδήγησε κάπου τό πράγμα. Από ‘κεί καί πέρα, νομίζω τό παίρνει άλλη δύναμι. ‘Οπως πηγαίνει η αμαξοστοιχία κάπου· κι από ‘κεί καί πέρα τήν παίρνει άλλη μηχανή, καί πάει παραπέρα. Κι από ‘κεί καί πέρα τό παίρνει η ‘Ορθοδοξία. Αλλά τό πήγε ηρωικά μέχρι εκεί πού ήταν νά τό πάη.
‘Επίσης, μού άρεσε αυτό πού είπε ότι βλέπω στίς εισηγήσεις σας, παιδιά, ότι έχετε κάτι ειλικρινές (τό λέω μέ λόγια δικά μου), ζωντανό, καί ταυτόχρονα διακρίνω σέ αυτά πού είπατε καί μιά πλευρά αρνητική, πού οφείλεται στήν παιδεία πού παίρνετε, χωρίς εσείς νά είστε αίτιοι. ‘Επίσης, διέκρινα καί μέσα στόν κ. Βασίλη Ξυδιά αυτό τό καλό στοιχείο. Αυτό τό πράγμα όλο μέ παρηγόρησε, καί νομίζω ότι στόν χώρο τής Ελλάδος, τής παραδόσεώς μας αυτής, πού όλοι ανήκομε σέ αυτήν τήν παράδοσι, εάν ο καθένας δουλεύη έντιμα, άν θέλη νά τό πάη τό πράγμα μέχρι τό τέλος μέ εντιμότητα, όπως θαρρώ πώς τό έκαναν τά παιδιά, όπως τό έκανε η κ. Λαμπράκη, πού τό πήγε παληκαρίσια, κρητικά, μέχρι τέλους, καί τό πάει συνέχεια, όπως τό έκανε καί ο κ. Ξυδιάς, μέ ανθρωπιά, μέ τέχνη καί μέ τόλμη, νομίζω ότι μπορούμε νά ελπίζωμε. Καί αυτή η ελπίδα ανήκει, όπως είπαμε, «τή κοινή τών ανθρώπων φύσει». Η παράδοσί μας, όπως είπε ο κ. Περιφερειάρχης, είναι μεγάλη, η μοίρα μας είναι αυτή, νά έχωμε ηγετικό ρόλο. Δέν γίνεται διαφορετικά.
Λοιπόν, αγωνιζόμαστε γιά τήν κοινή τών ανθρώπων φύσι, όπως λέει ο Χρυσόστομος. Ο τεχνικός πολιτισμός έχει μεγάλες προόδους. Εμείς είμαστε υπανάπτυκτοι ή, ευγενικά αντιμετωπιζόμενοι από τήν Ευρώπη, υπό ανάπτυξιν χώρα. Ουσιαστικά, η Ευρώπη γιά μένα είναι υπανάπτυκτη, καί ο τεχνικός πολιτισμός κατόρθωσε νά δημιουργήση δυστυχισμένους ανθρώπους.
Εσείς, τά παιδιά, παρ’ όλα όσα γίνονται καί λέγονται... Δέν μέ ενδιαφέρουν αυτά. Αυτό πού εμένα μέ ενδιέφερε καί συγκινεί τήν καρδιά μου καί θά μού δίνη γιά πολύ καιρό δύναμι, είναι αυτό πού ένοιωσα, τό ιερό πού υπάρχει μέσα σας, τό οποίο μπορεί νά αναπτυχθή. Τό ιερό, τό οποίο υπήρξε από τούς μεγάλους πού σάς καθοδήγησαν, καί μπορεί όλοι μας νά συλλειτουργήσουμε μέσα στόν χώρο αυτόν τόν ελληνικό, τόν Ορθόδοξο, πού έχει τό κλασικό καί τό καθολικό, πού έχει τήν ανθρωπιά, πού έχει τή Θεανθρωπία, πού υπογραμμίζει τήν ευγένεια αυτού πού λέγεται άνθρωπος κι αυτού πού λέγεται ανθρώπινη κοινότης. Αυτό πού μέ συγκίνησε είναι ότι αυτό τό προζύμι υπάρχει. Άν αυτό τό προζύμι αναπτυχθή, τότε θά πραγματοποιήση ο καθένας τόν σκοπό τής υπάρξεως του, καί τό Γένος μας θά εκπληρώση τή μία οικουμενική καί παγκόσμια αποστολή, τήν οποία οφείλει νά εκπληρώση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου