Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΠΟΝΕΜΕΝΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ
Α΄
«Σε βεβαιώνω πως αισθάνομαι στεναχώρια και θλίψη όποτε δημοσιευθεί τίποτα για μένα. Ανέκαθεν απέφευγα τα δοξάρια. Πολύ φτηνό πράγμα. Αφού είπα πολλές φορές να μη γράψω πια να με ξεχάσουν. Τι όμορφο πράγμα να ζεις ξεχασμένος!»[1]. Ναι· ξεχασμένος αλλά και χαρούμενος, γιατί όπως λες «η χαρά η αληθινή είναι μια θέρμη της διάνοιας και ελπίδα της καρδιάς που τις αξιώνονται όσοι θέλουνε να μην τους ξέρουνε οι άνθρωποι, για να τους ξέρει ο Θεός»[2].
Θα σε υπακούσουμε ευγνωμόνως. Θα μας επιτρέψεις όμως να καταθέσουμε ερανίσματα από το έργο σου και την κριτική αυτών, που σε γνώρισαν. Για τη δόξα του Χριστού και μόνον, που ήταν το κέντρο της ζωής σου και σε ανέδειξε σε μια νευραλγική για την οικουμένη εποχή, όταν άρχιζε η κρίση του Νέου Ελληνισμού, και σε έθεσε «εις κεφαλήν γωνίας» της ιστορίας του νεοελληνικού πολιτισμού.
ΜΥΣΤΗΡΙΟ: «Το κάθε τι είνε τυλιγμένο μέσα σε μυστήριο. Αυτό το μυστήριο θέλουνε να βγάλουνε οι σημερινοί άνθρωποι. Μα ξεγυμνώνουνε τον εαυτό τους από κάθε βαθύ αίσθημα. Αφού και οι Χριστιανοί της σήμερον θέλουνε να κάνουνε τον Χριστιανισμό χωρίς μυστήρια, δηλαδή χωρίς Χριστό. Αν δεν νοιώθεις μυστήριο σε ό,τι βλέπεις, σε ό,τι ακούς, σε ό,τι πιάνεις, είσαι στ’ αλήθεια πεθαμένος άνθρωπος. Θυμάμαι τον καιρό που ζούσα πιο φυσική ζωή, πως όλα με κάνανε να βουτώ βαθειά μέσα μου και να βρίσκω κάποια αλλόκοτα πετράδια, και κάποια μαργαριτάρια μιας ξωτικής θάλασσας».
ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ: «Όπως τα βλέφαρα αγγίζουνε τόνα τ’ άλλο, έτσι κι οι πειρασμοί είνε κοντά στους ανθρώπους. Και τα οικονόμησε ο Θεός με σοφία, για τη δική σου ωφέλεια, για να χτυπάς με υπομονή την πόρτα Του, και από τον φόβο των λυπηρών να Τον θυμάται ο λογισμός σου, και να Τον σιμώσεις με την προσευχή, και ν’ αγιαστεί η καρδιά σου με το να Τον συλλογίζεσαι. Και σαν τον επικαλεστείς θα σ’ ακούσει, και θα μάθεις πως ο Θεός είνε Κείνος που θα σε γλυτώσει. Και θα νοιώσεις Κείνον που σ’ έπλασε και που νοιάζεται για σένα και που σε φυλάγει και πώπλασε διπλό τον κόσμο για σένα, τον ένα σαν δάσκαλο και πρόσκαιρο παιδευτή, τον άλλο σαν πατρογονικό σπίτι σου και αιώνια κληρονομιά σου. Δεν σ’ έκανε ο Θεός απαλλαγμένο απ’ τα λυπηρά, μήπως θαρρευόμενος στην Θεότητα, κληρονομήσεις ό,τι κληρονόμησε κείνος, που πρώτα λεγότανε Εωσφόρος, κι ύστερα γίνηκε Σατανάς και πάλι δεν σ’ έκανε αλύγιστον και ασάλευτον, για να μη γίνεις σαν τ’ άψυχα τα κτίσματα και σου δοθούνε τα αγαθά δίχως κέρδος και δίχως μισθό, όπως στα άλογα είνε τα φυσικά χαρίσματα τα χτηνώδικα. Γιατί είνε εύκολο σ’ όλους να καταλάβουνε πόση ωφέλεια και πόση φχαρίστηση και ταπείνωση κερδίζει ο άνθρωπος περνώντας τούτα τα μπόδια»[3].
ΠΡΟΣΕΥΧΗ! Ήταν ο άνθρωπος της αδιάλειπτης προσευχής, όχι μόνο γιατί προσευχόταν ή έψελνε συνεχώς την ώρα, που ζωγράφιζε, αλλά γιατί ποτέ δεν τον άφησε η μνήμη του Θεού, και είτε μιλούσε, είτε ζωγράφιζε, είτε έγραφε, το έκανε για τη δόξα του Θεού και για να δουν φως τα αδέλφια του, που πασπάτευαν απελπιστικά στο σκοτάδι. «Είναι μεγάλο πράγμα να μπορείς να μιλάς στον Θεό την ώρα που δουλεύεις! Ας είσαι ευλογημένος, Κύριε». Η ευγνωμοσύνη του ξεχείλιζε σ’ όλα τα γραψίματά του, για όλα όσα του έδωσε ο Θεός, ευχάριστα και δυσάρεστα. Τον γέμιζε η επικοινωνία του με τον Θεό. «Μη σκέπτεσαι τόσο πολύ», έγραψε στον Α.Κ.. «Προσεύχου και συγκέντρωσε τον εαυτό σου… Πόσο απλά είναι τα πράγματα για όποιον έχει πίστη και μπερδεμένα για όποιον δεν έχει… Εν τη “διανοήσει” ουκ έστι μετάνοια… Οι τέτοιοι θα απομείνουν για πάντα έξω από την αυλή των απλών προβάτων. Αυτοί έχουν ανάγκη από “προβλήματα” κι όχι από σωτηρία. Πίστις τίποτα»[4].
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ: «Η μάννα μας η πνευματική είνε η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, που ποτίστηκε με πολύ και αγιασμένο αίμα. Κανένας λαός δεν έχυσε και δεν χύνει ως τα σήμερα το αίμα του για την πίστη, όσο ο δικός μας. Η ορθόδοξη πίστη είνε ο θησαυρός ο κρυμμένος και ο πολύτιμος μαργαρίτης, που λέγει ο Χριστός»[5]. Σφοδρή ήταν η εναντίωση του Κόντογλου στην Οικουμενική Κίνηση για την ένωση των εκκλησιών. Με μαχητική από του Ο.Τ. αρθρογραφία, με ανοιχτή επιστολή προς τον τότε Οικ. Πατριάρχη Αθηναγόρα και με άλλα (πρβλ. ιδίως Φ.Κ. Τι είναι Ορθοδοξία και τι είναι ο Παπισμός, Αθήναι 1964), με όλα αυτά ο Κόντογλου υπερμάχησε του πατρώου φρονήματος[6], και σε ευθεία διαδρομή του Μακρυγιάννη και του Παπαδιαμάντη. Με ανυποχώρητο ζήλο αγωνίστηκε να κρατήσει σε απόσταση τη σκέψη και την τέχνη της Δύσης και του μέλανος δρυμού, «που δεν ήταν συμφυής προς την Ορθόδοξο ψυχή, ήτοι του μεταφυσικού, του ευφρόσυνου, του λαμπρού πνευματικού βάθους, της μεγάλης ελπίδος εκ της προς τα Άνω Προοπτικής».
Η Ορθοδοξία ήταν στάση ζωής. Ο Κόντογλου πίστευε. Σε μια εποχή ραγδαίας μεταβολής των πάντων, αγώνας και αγωνία του Κόντογλου είναι να διαφυλάξει τις εξ αποκαλύψεως αλήθειες που μας κληροδοτήθηκαν αναλλοίωτες με την Ορθοδοξία. «Ορθοδοξία και Ευαγγέλιο είναι ένα. Όποιος αγαπά τους νεωτερισμούς και θέλει να αλλάξει ό,τι μας παραδόθηκε από τους Πατέρες, αυτός δεν είναι Χριστιανός, γιατί δεν έχει ταπείνωση, αφού η μητέρα των νεωτερισμών είναι η υπερηφάνεια, που κάνει τον άνθρωπο να πορεύεται κατά το θέλημα το δικό του… Διαβάζετε το Ευαγγέλιο με ταπεινή καρδιά και μην το αφήσετε από τα χέρια σας. Θα γίνετε αθώα πρόβατα του Χριστού και θα ξεκουρασθήτε στο αγιασμένο μαντρί του. Και όποιος σκύψει και μπει σ’ αυτή τη μάντρα από την πόρτα της ταπείνωσης, δεν θέλει να βγει πια»[7].
Έγραψε κάποιος στην “Αγγλοελληνική Επιθεώρηση”: «Αυτό που θαυμάζω στον Κόντογλου και τον επαινώ, είναι αυτό που πίστευε· δεν κατάφερε κανείς να του αλλοιώσει αυτήν την ιδέα. Ήταν μια ιδέα η οποία γεννήθηκε και πέθανε αγνή».
Για τον εαυτό του γράφει ο ίδιος χαρακτηριστικά: «Χρυσά χέρια και πολλά χαρίσματα μου έδωσε ο Κύριος. Δεν τα μεταχειρίστηκα για να αποχτήσω υλικά αγαθά, μήτε χρήματα, μήτε δόξα, μήτε κανενός είδους καλοπέραση. Τα μεταχειρίστηκα προς δόξαν του Κυρίου και της Ορθοδοξίας του. Όχι μόνο τον εαυτό μου παράβλεψα, μα και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου τα αδίκησα κατά το πνεύμα του κόσμου. Κανένας άνθρωπος δεν στάθηκε τόσο ανίκανος να βοηθήσει τους συγγενείς του, όσο εγώ. Ήμουνα προσηλωμένος στο έργο, που έβαλα για σκοπό μου, και στον σκληρό αγώνα για την Ορθόδοξη πίστη μας. Για τούτο τυρρανιστήκαμε και τυρρανιόμαστε στη ζωή μας. Φτωχός εγώ, φτωχά και τα παιδιά μας. Βιοπάλη σκληρή, μα με την ελπίδα του Θεού όλα γαληνεύουν, όλα τα θλιβερά τα περνούμε με ευχαριστία».
Για τη σύνδεση των κειμένων
Αριστείδου
1. Α. Καλόμοιρου: «Ο άνθρωπος του Θεού» στο Μνημονάριο του Φώτη Κόντογλου. Περιοδικό Ευθύνη. Τετράφια 23, 1985.
2. Φ. Κόντογλου: Σημειώσεις της νύχτας της 1/1/1950, Καθημερινή 1/1/84.
3. Φ. Κόντογλου: «Ο Μυστικός Κήπος», μετάφραση Λόγων ιερών Ισαάκ του Σύρου.
4. Α. Καλομοίρου: Ό.π.
5. Φ. Κόντογλου: Έργα Γ «Η Πονεμένη Ρωμιοσύνη» σελ. 279, Εκδ. «Αστήρ».
6. Δ. Κόρσου: «Η Ορθόδοξη φωνή του Φώτη Κόντογλου», περ. «Ευθύνη».
7. Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον εξηγημένο το κατά δύναμιν, υπό Φ. Κόντογλου, σελ. 3, Εκδ. «Αστήρ», 1952.
Α΄
«Σε βεβαιώνω πως αισθάνομαι στεναχώρια και θλίψη όποτε δημοσιευθεί τίποτα για μένα. Ανέκαθεν απέφευγα τα δοξάρια. Πολύ φτηνό πράγμα. Αφού είπα πολλές φορές να μη γράψω πια να με ξεχάσουν. Τι όμορφο πράγμα να ζεις ξεχασμένος!»[1]. Ναι· ξεχασμένος αλλά και χαρούμενος, γιατί όπως λες «η χαρά η αληθινή είναι μια θέρμη της διάνοιας και ελπίδα της καρδιάς που τις αξιώνονται όσοι θέλουνε να μην τους ξέρουνε οι άνθρωποι, για να τους ξέρει ο Θεός»[2].
Θα σε υπακούσουμε ευγνωμόνως. Θα μας επιτρέψεις όμως να καταθέσουμε ερανίσματα από το έργο σου και την κριτική αυτών, που σε γνώρισαν. Για τη δόξα του Χριστού και μόνον, που ήταν το κέντρο της ζωής σου και σε ανέδειξε σε μια νευραλγική για την οικουμένη εποχή, όταν άρχιζε η κρίση του Νέου Ελληνισμού, και σε έθεσε «εις κεφαλήν γωνίας» της ιστορίας του νεοελληνικού πολιτισμού.
ΜΥΣΤΗΡΙΟ: «Το κάθε τι είνε τυλιγμένο μέσα σε μυστήριο. Αυτό το μυστήριο θέλουνε να βγάλουνε οι σημερινοί άνθρωποι. Μα ξεγυμνώνουνε τον εαυτό τους από κάθε βαθύ αίσθημα. Αφού και οι Χριστιανοί της σήμερον θέλουνε να κάνουνε τον Χριστιανισμό χωρίς μυστήρια, δηλαδή χωρίς Χριστό. Αν δεν νοιώθεις μυστήριο σε ό,τι βλέπεις, σε ό,τι ακούς, σε ό,τι πιάνεις, είσαι στ’ αλήθεια πεθαμένος άνθρωπος. Θυμάμαι τον καιρό που ζούσα πιο φυσική ζωή, πως όλα με κάνανε να βουτώ βαθειά μέσα μου και να βρίσκω κάποια αλλόκοτα πετράδια, και κάποια μαργαριτάρια μιας ξωτικής θάλασσας».
ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ: «Όπως τα βλέφαρα αγγίζουνε τόνα τ’ άλλο, έτσι κι οι πειρασμοί είνε κοντά στους ανθρώπους. Και τα οικονόμησε ο Θεός με σοφία, για τη δική σου ωφέλεια, για να χτυπάς με υπομονή την πόρτα Του, και από τον φόβο των λυπηρών να Τον θυμάται ο λογισμός σου, και να Τον σιμώσεις με την προσευχή, και ν’ αγιαστεί η καρδιά σου με το να Τον συλλογίζεσαι. Και σαν τον επικαλεστείς θα σ’ ακούσει, και θα μάθεις πως ο Θεός είνε Κείνος που θα σε γλυτώσει. Και θα νοιώσεις Κείνον που σ’ έπλασε και που νοιάζεται για σένα και που σε φυλάγει και πώπλασε διπλό τον κόσμο για σένα, τον ένα σαν δάσκαλο και πρόσκαιρο παιδευτή, τον άλλο σαν πατρογονικό σπίτι σου και αιώνια κληρονομιά σου. Δεν σ’ έκανε ο Θεός απαλλαγμένο απ’ τα λυπηρά, μήπως θαρρευόμενος στην Θεότητα, κληρονομήσεις ό,τι κληρονόμησε κείνος, που πρώτα λεγότανε Εωσφόρος, κι ύστερα γίνηκε Σατανάς και πάλι δεν σ’ έκανε αλύγιστον και ασάλευτον, για να μη γίνεις σαν τ’ άψυχα τα κτίσματα και σου δοθούνε τα αγαθά δίχως κέρδος και δίχως μισθό, όπως στα άλογα είνε τα φυσικά χαρίσματα τα χτηνώδικα. Γιατί είνε εύκολο σ’ όλους να καταλάβουνε πόση ωφέλεια και πόση φχαρίστηση και ταπείνωση κερδίζει ο άνθρωπος περνώντας τούτα τα μπόδια»[3].
ΠΡΟΣΕΥΧΗ! Ήταν ο άνθρωπος της αδιάλειπτης προσευχής, όχι μόνο γιατί προσευχόταν ή έψελνε συνεχώς την ώρα, που ζωγράφιζε, αλλά γιατί ποτέ δεν τον άφησε η μνήμη του Θεού, και είτε μιλούσε, είτε ζωγράφιζε, είτε έγραφε, το έκανε για τη δόξα του Θεού και για να δουν φως τα αδέλφια του, που πασπάτευαν απελπιστικά στο σκοτάδι. «Είναι μεγάλο πράγμα να μπορείς να μιλάς στον Θεό την ώρα που δουλεύεις! Ας είσαι ευλογημένος, Κύριε». Η ευγνωμοσύνη του ξεχείλιζε σ’ όλα τα γραψίματά του, για όλα όσα του έδωσε ο Θεός, ευχάριστα και δυσάρεστα. Τον γέμιζε η επικοινωνία του με τον Θεό. «Μη σκέπτεσαι τόσο πολύ», έγραψε στον Α.Κ.. «Προσεύχου και συγκέντρωσε τον εαυτό σου… Πόσο απλά είναι τα πράγματα για όποιον έχει πίστη και μπερδεμένα για όποιον δεν έχει… Εν τη “διανοήσει” ουκ έστι μετάνοια… Οι τέτοιοι θα απομείνουν για πάντα έξω από την αυλή των απλών προβάτων. Αυτοί έχουν ανάγκη από “προβλήματα” κι όχι από σωτηρία. Πίστις τίποτα»[4].
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ: «Η μάννα μας η πνευματική είνε η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, που ποτίστηκε με πολύ και αγιασμένο αίμα. Κανένας λαός δεν έχυσε και δεν χύνει ως τα σήμερα το αίμα του για την πίστη, όσο ο δικός μας. Η ορθόδοξη πίστη είνε ο θησαυρός ο κρυμμένος και ο πολύτιμος μαργαρίτης, που λέγει ο Χριστός»[5]. Σφοδρή ήταν η εναντίωση του Κόντογλου στην Οικουμενική Κίνηση για την ένωση των εκκλησιών. Με μαχητική από του Ο.Τ. αρθρογραφία, με ανοιχτή επιστολή προς τον τότε Οικ. Πατριάρχη Αθηναγόρα και με άλλα (πρβλ. ιδίως Φ.Κ. Τι είναι Ορθοδοξία και τι είναι ο Παπισμός, Αθήναι 1964), με όλα αυτά ο Κόντογλου υπερμάχησε του πατρώου φρονήματος[6], και σε ευθεία διαδρομή του Μακρυγιάννη και του Παπαδιαμάντη. Με ανυποχώρητο ζήλο αγωνίστηκε να κρατήσει σε απόσταση τη σκέψη και την τέχνη της Δύσης και του μέλανος δρυμού, «που δεν ήταν συμφυής προς την Ορθόδοξο ψυχή, ήτοι του μεταφυσικού, του ευφρόσυνου, του λαμπρού πνευματικού βάθους, της μεγάλης ελπίδος εκ της προς τα Άνω Προοπτικής».
Η Ορθοδοξία ήταν στάση ζωής. Ο Κόντογλου πίστευε. Σε μια εποχή ραγδαίας μεταβολής των πάντων, αγώνας και αγωνία του Κόντογλου είναι να διαφυλάξει τις εξ αποκαλύψεως αλήθειες που μας κληροδοτήθηκαν αναλλοίωτες με την Ορθοδοξία. «Ορθοδοξία και Ευαγγέλιο είναι ένα. Όποιος αγαπά τους νεωτερισμούς και θέλει να αλλάξει ό,τι μας παραδόθηκε από τους Πατέρες, αυτός δεν είναι Χριστιανός, γιατί δεν έχει ταπείνωση, αφού η μητέρα των νεωτερισμών είναι η υπερηφάνεια, που κάνει τον άνθρωπο να πορεύεται κατά το θέλημα το δικό του… Διαβάζετε το Ευαγγέλιο με ταπεινή καρδιά και μην το αφήσετε από τα χέρια σας. Θα γίνετε αθώα πρόβατα του Χριστού και θα ξεκουρασθήτε στο αγιασμένο μαντρί του. Και όποιος σκύψει και μπει σ’ αυτή τη μάντρα από την πόρτα της ταπείνωσης, δεν θέλει να βγει πια»[7].
Έγραψε κάποιος στην “Αγγλοελληνική Επιθεώρηση”: «Αυτό που θαυμάζω στον Κόντογλου και τον επαινώ, είναι αυτό που πίστευε· δεν κατάφερε κανείς να του αλλοιώσει αυτήν την ιδέα. Ήταν μια ιδέα η οποία γεννήθηκε και πέθανε αγνή».
Για τον εαυτό του γράφει ο ίδιος χαρακτηριστικά: «Χρυσά χέρια και πολλά χαρίσματα μου έδωσε ο Κύριος. Δεν τα μεταχειρίστηκα για να αποχτήσω υλικά αγαθά, μήτε χρήματα, μήτε δόξα, μήτε κανενός είδους καλοπέραση. Τα μεταχειρίστηκα προς δόξαν του Κυρίου και της Ορθοδοξίας του. Όχι μόνο τον εαυτό μου παράβλεψα, μα και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου τα αδίκησα κατά το πνεύμα του κόσμου. Κανένας άνθρωπος δεν στάθηκε τόσο ανίκανος να βοηθήσει τους συγγενείς του, όσο εγώ. Ήμουνα προσηλωμένος στο έργο, που έβαλα για σκοπό μου, και στον σκληρό αγώνα για την Ορθόδοξη πίστη μας. Για τούτο τυρρανιστήκαμε και τυρρανιόμαστε στη ζωή μας. Φτωχός εγώ, φτωχά και τα παιδιά μας. Βιοπάλη σκληρή, μα με την ελπίδα του Θεού όλα γαληνεύουν, όλα τα θλιβερά τα περνούμε με ευχαριστία».
Για τη σύνδεση των κειμένων
Αριστείδου
1. Α. Καλόμοιρου: «Ο άνθρωπος του Θεού» στο Μνημονάριο του Φώτη Κόντογλου. Περιοδικό Ευθύνη. Τετράφια 23, 1985.
2. Φ. Κόντογλου: Σημειώσεις της νύχτας της 1/1/1950, Καθημερινή 1/1/84.
3. Φ. Κόντογλου: «Ο Μυστικός Κήπος», μετάφραση Λόγων ιερών Ισαάκ του Σύρου.
4. Α. Καλομοίρου: Ό.π.
5. Φ. Κόντογλου: Έργα Γ «Η Πονεμένη Ρωμιοσύνη» σελ. 279, Εκδ. «Αστήρ».
6. Δ. Κόρσου: «Η Ορθόδοξη φωνή του Φώτη Κόντογλου», περ. «Ευθύνη».
7. Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον εξηγημένο το κατά δύναμιν, υπό Φ. Κόντογλου, σελ. 3, Εκδ. «Αστήρ», 1952.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου