Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013

ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΡΩΤΕΙΟΥ ΣΤΟΝ ΠΑΠΠΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ


 

ΠEΡΙ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΝ

ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΡΩΤΕΙΟΥ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΧΙΛΙΕΤΙΑ

Η Μικτή Διεθνής Επιτροπή του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών συνέρχεται στην Κύπρο τον προσεχή Οκτώβριο, για να συ­ζη­τήση το θέμα: «Ο ρόλος του Πάπα της Ρώμης εν τη κοινωνία των Εκκλη­σι­ών κατά την πρώτην χιλιετίαν». Το ζήτημα το είχε θέσει η ίδια Επιτροπή στο γνω­στό Κείμενο της Ραβέννας (2007) και συνοψίζεται στο ερώτημα: Ποιός είναι ο ρόλος του επισκόπου Ρώμης κατά την πρώτη χιλιετία, όταν υπήρχε η κοινωνία των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως, και πώς πρέπει να νοήται η διδασκαλία των Α’ και Β’ Βατικανείων Συνόδων περί παγκοσμίου Πρωτείου του Πάπα (παράγρ. 45);

Η έκβασις της εν λόγω Συνελεύσεως προβληματίζει τον ευσεβή λαό μας, διότι η διπλωματία του Βατικανού έχει δημιουργήσει τις κατωτέρω προ­ϋπο­θέσεις, οι οποίες προοιωνίζονται αντορθόδοξες εξελίξεις.

Τον Ιούλιο  του 2007 ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’ με Οδηγία του Βατι­κα­νού είχε χαρακτηρίσει τις Ορθόδοξες Εκκλησίες εκκλησιολογικώς «ελλειμα­τι­κές», ενώ την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ως εκείνην στην οποία «υφίσταται» η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Στην υποσημείωσι 1 του Κει­μένου της Ραβέννας η ρωμαιοκαθολική αντιπροσωπεία πέρασε την γραμμή αυτή, ενώ η Ορθόδοξη αντιπροσωπεία περιορίσθηκε στο να τονίση την αυτο­συνειδησία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ότι αποτελεί την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Ενώ δηλαδή η ρωμαιοκαθολική πλευρά, απηχώντας την εκκλησιολογία της Β’ Βατικανείου Συνόδου, ευθαρσώς εδήλωσε ότι αναγνωρί­ζει στην Ορθόδοξο Εκκλησία στοιχεία μόνο της αληθούς Εκκλησίας, οι Ορθό­δο­ξοι δεν ετόλμησαν να καταθέσουν ότι η ρωμαιοκαθολική εκκλησία είναι του­λά­χιστον ετερόδοξη, αν και το ορθό θα ήταν να εκφράσουν με σαφή­νεια τί πι­στεύουμε γι’ αυτήν: ότι «η νυν Ρωμαϊκή εστιν Εκκλησία των και­νο­το­μιών, της νοθεύσεως των συγγραμμάτων των εκκλησιαστικών Πατέρων και της πα­ρερ­μηνείας της τε αγίας Γραφής και των όρων των αγίων Συνόδων· διό ευλόγως και δικαίως απεκηρύχθη και αποκηρύσσεται, εφ’ όσον αν εμμένη εν τη πλάνη αυτής»[1].

Στο Κείμενο της Ραβέννας συζητείται το πρωτείον και η συνοδικότης στην Εκκλησία, αφού προηγουμένως Ορθόδοξοι και Ρωμαιο­καθολικοί θεολόγοι έχουν αμοιβαίως συμφωνήσει και διαβεβαιώσει για τον εκκλησιακό χαρακτήρα αμφοτέρων των εκκλησιών (μέ αποστολική πίστι, έγκυρα εισαγωγικά Μυστή­ρια, Ιερωσύνη και Ευχαριστία, και με αποστο­λική διαδοχή), βάσει των κοινών κει­μένων του Μονάχου, του Μπάρι και του Μπαλαμάντ. «Επί τη βάσει των κοι­νών τούτων διαβεβαιώσεων της πίστεώς μας», σημειώνουν χαρακτηριστικά (παράγρ. 2, 3), παρ’ ότι τα εν λόγω κείμενα δεν έχουν μέχρι σήμερα την συν­ο­δική έγκρισι ουδεμιάς εκ των Ορθοδόξων Εκκλησιών.

Συζητούν οι Ορθόδοξοι περί πρωτείου, ωσάν η ρωμαιοκαθολική  εκκλη­σία να είναι μία ορθοδοξούσα τοπική Εκκλησία, χωρίς να υπολογίζουν ότι δια­χρονικώς σύνοδοι και πατέρες την θεωρούν κακόδοξη και αιρετική. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφει περί του Filio­que και των συνεπειών του: «Τοι­αύτα τα βαθέα του Σατανά, τα του πονηρού μυστήρια», και ευθύς αμέσως συμπεραίνει ως θεοφώτιστος ποιμήν της Εκκλησίας: «Αλλ᾿ ημείς διδαχθέντες υπό της θεοσοφίας των Πατέρων αυτού τα νοήματα μη αγνοείν, αφανή την αρχήν ως επίπαν τοις πολλοίς τυγχάνοντα, ουδέποτ᾿ αν υμάς [τούς Λατίνους] κοινωνούς δεξαίμεθα μέχρις αν και εκ του Υιού το Πνεύμα λέγητε»[2].

Ο άγιος Μάρκος Εφέσου γράφει επίσης εμφαντι­κώτατα: «Πόθεν ουν ημίν ανεφάνησαν εξαίφνης όντες ορθόδοξοι, οι δια τοσούτων χρόνων και υπό τοσούτων Πατέρων και διδασκά­λων κριθέντες αιρετικοί;»[3].

Μετά από τέσσερις αιώνες οι Πατριάρχαι της Ανατολής με την συνοδική Εγκύκλιο του 1848 διακηρύσσουν και πάλι: «Δια τούτο η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία, επομένη τοις ίχνεσι των αγίων Πατέρων, ανατολι­κών τε και δυτικών, εκήρυξέ τε πάλαι επί των Πατέρων ημών και κηρύττει πά­λιν σήμερον συνοδικώς, αυτήν μεν την ρηθείσαν καινοφανή δόξαν, ότι το Πνεύμα το άγιον εκπορεύεται εκ Πατρός και Υιού, είναι ουσιωδώς αίρεσιν, και τους οπαδούς αυτής, οιοιδήποτε και αν ώσιν, αιρετικούς, κατά την ρηθείσαν συνοδικήν απόφασιν του αγιωτάτου Πάπα Δαμάσου, και τας εξ αυτών συγ­κρο­­τουμένας συνάξεις αιρετικάς, και πάσαν κοινωνίαν πνευματικήν και θρη­σκευ­τικήν των Ορθοδόξων τέκνων της Καθολικής Εκκλησίας προς τους τοιού­τους άθεσμον, μάλιστα τη δυνάμει του ζ’ κανόνος της Γ’ οικουμενικής Συν­ό­δου (παράγρ. 5)»[4].

Και ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, την 1η Οκτωβρίου 1997, από του επισήμου βήματος του Α.Π.Θ. εδήλωσε περί του Filioque: «Δύο λέξεις μόναι ανατρέπουν την όλην δομήν του κόσμου, δικαιο­λο­γούν το αλάθητον και την αυθεντίαν του ενός επί της γής. Η αίσθησις της ελευθερίας, ή Χριστός ημάς ηλευθέρωσε, δεν επιτρέπει εις την Ανατολικήν Ορ­θόδοξον Εκκλησίαν να δεχθή την απόλυτον υποταγήν αυτής εις την βούλησιν του ενός και δι’ αυτό αρνείται την ορθότητα των δύο τούτων λέξεων, επί των οποίων αυτός ο είς προσπαθεί να στηρίξη την εξουσίαν αυτού»[5].

Ποιός σχεδιασμός άραγε στον Θεολογικό Διάλογο υποχρεώνει τις Ορθό­δοξες Εκκλησίες να προβαίνουν σε συζητήσεις περί του Πρωτείου του Πάπα, παρακάμπτοντας αποφάνσεις Αγίων και Συνόδων και αυτήν ακόμη την σχετι­κώς πρόσφατη δήλωσι του Παναγιωτάτου, ωσάν οι Ρωμαιοκαθολικοί να συνι­στούν ομόδοξη Εκκλησία;

Η Μικτή Επι­τροπή (Κείμενο της Ραβέννας, παράγρ. 2) παραπέμπει στο Κείμενο του Balamand (1993), το οποίο εξισώνει την Ρωμαιοκαθο­λική με την Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζοντάς της έγκυρα Μυστήρια, απο­στολική δια­δοχή, ομολογία της αποστολικής Πίστεως, παρ’ ότι εννέα (9) μόνον τοπικές Ορ­θό­δοξες Εκκλησίες ήσαν παρούσες και παρ’ ότι επίσημα εκκλησιαστικά σώ­ματα, όπως η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, το έχουν απορρί­ψει ως απαράδεκτο. Οι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι προσυπογράφουν παρά ταύ­τα το Κείμενο της Ραβέννας.

Ενώ η Ουνία παραμένει και ενισχύεται υπό την εκκλησιολογική κάλυψι του Βατικανού, οι Ορθόδοξοι υποχωρούμε όλο και περισσότερο στο θέμα αυ­τό. Πρώτα αποδεχθήκαμε την παρουσία Ουνιτών στον Διάλογο παρά τις αντί­θετες αποφάσεις των Πανορθοδόξων Διασκέψεων. Κατόπιν δεχθήκαμε την επα­νέ­ναρξι του διαλόγου (τό 2006) παρά την σκαιά παπική παρέμβασι στην Συνέλευσι της Βαλτιμόρης (2000) υπέρ της Ουνίας. Και τώρα συνεχίζουμε τον διάλογο, παρ’ ότι ο Πάπας επαναβεβαιώνει την Ουνία ποικιλοτρόπως και οι Ορθόδοξοι συμβιβαζόμαστε με την παρουσία Ουνιτών σε επίσημες συναντή­σεις Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών.

Οι άγιοι Πατέρες θεολογούσαν και ενεργούσαν «επόμενοι τοις αγίοις πατράσι». Σήμερα ακαδημαϊκοί θεολόγοι, μεταξύ των πρωτεργατών στα κλι­μάκια των θεο­λο­γικών συζητήσεων, δηλώνουν δημοσίως ότι πρέπει οι Ορθό­δο­ξοι να υπερ­βούμε τους Αγίους Πατέρας, προκειμένου να φθάσωμε στην έ­νω­σι με τους Ρω­μαιοκαθολικούς (Ημερίδα της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., 20/5/2009).

Τα ανωτέρω δικαιώνουν τις ανησυχίες μας και δείχνουν καθαρά ότι το Βατικανό έχει σχεδιάσει άριστα την πορεία του Θεολογικού Διαλόγου και έχει δημιουργήσει με το Κείμενο της Ραβέννας τις προϋποθέσεις για να αναγνωρί­σουμε οι Ορθόδοξοι ότι ο Πάπας της Ρώμης είχε κατά την πρώτη χιλιετία ένα παγκόσμιο πρωτείο.

Στο Κείμενο της Ραβέννας έχουν τεθή οι βάσεις της συζητήσεως για το ως άνω ερώτημα. Οι βάσεις αυτές θεωρούνται από την Μικτή Επιτροπή του Διαλόγου «σταθερόν έρεισμα δια μελλοντικήν συζήτησιν του ερωτή­μα­­τος του πρωτείου επί του παγκοσμίου επιπέδου εν τη Εκκλησία» (πα­ράγρ. 46). Εν τούτοις το «έρεισμα» δεν είναι καθόλου σταθερό, και αυτό προμηνύει ότι τα συμπεράσματα του Οκτωβρίου θα είναι από επισφαλή έως επικίνδυνα. Οι λόγοι είναι οι εξής:

Πρώτον. Στην Ραβέννα είχε συμφωνηθή ότι κατά την πρώτη χιλιετία υπήρχε πρωτείο και σε παγκόσμιο επίπεδο, ο δε Πάπας της Ρώμης ήταν ο πρώτος τη τάξει μεταξύ των πατριαρχών της αρχαίας πενταρχίας (παράγρ. 43). Διερωτώμεθα: Θα ερμηνευθή άραγε το πρωτείον του επισκόπου Ρώμης Ορθοδόξως, δηλαδή μόνον ως πρωτείον τιμής, μνημονεύσεως πρώτου στα Δί­πτυχα και πρωτοκαθεδρίας στις Οικουμενικές Συνόδους ή θα του δοθή παπο­κεντρικό περιεχόμενο «ενεργού ρόλου» και «προνομίων» πέραν των ανωτέρω (παράγρ. 42, 44);

Δεύτερον. Στο Κείμενο της Ραβέννας γίνεται λόγος για «εκκλησιολογία της κοινωνίας», στο πλαίσιο της οποίας πρέπει να κατανοηθή ο ρόλος του επισκόπου της Ρώμης κατά την πρώτη χιλιετία (παράγρ. 45). Διερωτώμεθα: Θα ληφθή άραγε υπ’ όψιν το γεγονός ότι η κοινωνία των εκκλησιαστικών Εδρών της Ανατολής και της Δύσεως κατά την πρώτη χιλιετία ήταν εδραι­ω­μέ­νη στην ακαινοτόμητη αποστολική Πίστι, παρά την κυοφορουμένη στην Δύσι αιρετική διδασκαλία του Filioque, ή μήπως ως «εκκλησιολογία της κοινωνίας» θα κατανοηθή η «ενότης εν τη ποικιλία» των δογμάτων, τα οποία θα κατα­νοούνται ως «διαφορετικές θεολογικές προσεγγίσεις των ιδίων αληθειών της πίστεως»;

Τρίτον. Στο Κείμενο της Ραβέννας αναφέρεται, ότι στην Ανατολή και στην Δύσι το παγκόσμιο πρωτείο κατανοήθηκε, θεμελιώθηκε αγιογραφικά και θεολογικά και εξασκήθηκε με διαφορετικό τρόπο (παράγρ. 43). Διερωτώμεθα: Θα αποτελέση άραγε η αναφορά αυτή αφορμή και ευκαιρία για τους Ορθο­δόξους να αρθρώσουν στην Συνέλευσι της Κύπρου μία Ορθόδοξο πρόσκλησι προς τους Ρωμαιοκαθολικούς, να ιδούν το πρωτείο του Πάπα με τις Ορθόδο­ξες εκείνες ερμηνευτικές προϋποθέσεις, οι οποίες εξασφάλισαν στην Ανατολή ισορροπία συνοδικότητος και αυθεντίας, ή θα επιτραπή στην ρωμαιοκαθολική πλευρά να κρατήση τις δικές της προϋποθέσεις που ωδήγησαν στα δόγματα του Πρωτείου και του Αλαθήτου των Α’ και Β’ Βατικανείων Συνόδων;

Τέταρτον. Το Κείμενο της Ραβέννας διαλαμβάνει ότι Ορθόδοξοι και Ρω­μαιοκαθολικοί διαφωνούν «επί της ερμηνείας των ιστορικών στοιχείων», τα οποία αφορούν και ερμηνεύουν «τάς προνομίας του επισκόπου Ρώμης ως πρώ­­του» (παράγρ. 41). Διερωτώμεθα: Θα τηρήσουμε οι Ορθόδοξοι την πιστό­τητά μας στην ερμηνευτική γραμμή των Αγίων Πατέρων, η οποία εκράτησε ακεραία την Ορθόδοξο Πίστι και το συνοδικό πολίτευμα στην Ανατολή, ή θα συμβιβασθούμε χάριν μιας αμφιλόγου «ενώσεως του διηρημένου χριστιανικού κόσμου» με κάποια ρωμαιοκεντρική επανερμηνεία των «ιστορικών στοι­χείων της πρώτης χιλιετίας» και επομένως θα οδηγηθούμε με μαθηματική ακρίβεια στην «διδασκαλία της πρώ­της και της δευτέρας βατικανής συνόδου επί του παγ­κοσμίου πρωτείου υπό το φως της [σ.σ. επανερμηνευμένης πλέον] εκ­κλη­σιακής πρακτικής κατά την πρώτην χιλιετίαν» (παράγρ. 45); Οι παπικές αγκυλώσεις στην ερμηνεία των «ιστορικών στοι­χείων της πρώτης χιλιετίας» είναι πολύ καλά γνωστές (βλ. π.χ. Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Δωδεκάβιβλος), έ­τσι ώστε θα είναι παρακινδυνευμένη οποιαδήποτε υποχώρησις των Ορθοδό­ξων θεολόγων στα επιχειρήματα των Ρωμαιοκαθολικών για κάποιες από αυτές.

Ενδεικτικώς θα αναφέρουμε μερικά από τα ιστορικά αυτά στοιχεία.

1. Οι «μαρτυρίες» της χριστιανικής γραμματείας για το «πε­τρί­νειο λειτούργημα του επισκόπου Ρώμης». Θα ερμηνευθούν άραγε οι μαρτυρίες αυτές παποκεντρικώς, όπως διαλαμβάνουν τα παπικά Διατάγματα μέ­χρι σήμερα, ή Ορθοδόξως, όπως καταγράφεται στα έργα των αγίων Πατέ­ρων και στις συνοδικές αποφάνσεις; Θα παραμείνουν οι Ορθόδοξοι με πιστό­τητα σε αυτές τις αποφάνσεις (π.χ. των ετών 1848 και 1895) ή θα υποχω­ρή­σουν σε θεολογικούς νεωτερισμούς, όπως το επιχείρημα ότι η κανονική παρά­δοσις της Εκκλησίας κατά την πρώτη χιλιετία ενσωματώνει την έννοια του «πετρινείου χαρακτήρος» του πρωτείου του επισκόπου Ρώμης;

2. Οι «μαρτυρίες» για «έκκλητον» των επισκόπων όλης της Εκ­­κλη­σίας προς την ρωμαϊκή Καθέδρα και τον επίσκοπό της. Θα ερμη­νευθούν άραγε και αυτές οι μαρτυρίες σύμφωνα με την κανονική Παράδοσι της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία απονέμει το προνόμιο του εκκλήτου στους εξάρχους των εκκλησιαστικών διοικήσεων (πατριάρχας), για μείζονα δε θέμα­τα στην οικουμενική σύνοδο, ή σύμφωνα με την παπική παράδοσι που θέλει το έκκλητον όλων των επισκόπων να αναφέρεται στον Πάπα της Ρώμης και οδηγεί στο συμπέρασμα ότι και για τους Ανατολικούς η Καθέδρα του Πέτρου έπαιξε ισχυρό ρόλο σε ζητήματα εφέσεως;

3. Οι «μαρτυρίες» για την ρωμαϊκή αυθεντία σε ζητήματα πί­στεως ή ερμηνείας των Γραφών. Θα ληφθούν άραγε υπ’ όψιν οι κατα­μαρ­τυρούμενες στην Ιστορία περιπτώσεις αιρετικών παπών, οι οποίες καταρρί­πτουν το Αλάθητον ή θα ευρεθή τρόπος να δικαιολογηθή το διαβόητο αυτό δόγμα της Α’ Βατικανείου Συνόδου;

Ελπίζουμε ότι οι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι στον Θεολογικό Διάλογο στην Κύπρο θα ορθοτομήσουν τον λόγο της Αληθείας και θα βοηθήσουν τους Ρωμαιοκαθολικούς να κατανοήσουν ότι η αληθής κοινωνία με την Ορθόδοξο Εκκλησία προϋποθέτει ταυτότητα Πίστεως και δεν επιτρέπει «διαφορετικό­τη­τα» (diversity) δογμάτων και ότι γι’ αυτό οφείλουν να απαρνηθούν τα αιρετικά δό­γμα­τα του Filioque, της κτιστής Χάριτος, του Πρωτείου και του Αλαθήτου, της ασπίλου Συλλήψεως, κ.λπ., να αποβάλουν το κοσμικό πνεύμα του Βατι­κα­νού και να αποδεχθούν το θεανθρώπινο ήθος της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Α­πευ­­χόμεθα να επιβεβαιώσουν οι Ορθόδοξοι θεολόγοι ένα παγκόσμιο παπικό Πρωτείον κα­τά την πρώτη χριστια­νι­κή χιλιετία, είτε εξουσίας είτε δήθεν λει­τουρ­γήματος δια­κονίας. Φοβούμεθα ότι, αν αυ­τό συμβή, θα υπάρξουν ανε­ξέλεγκτες σχισμα­τι­κές εκδηλώσεις στο σώμα της Εκκλησίας. Ο πιστός Ορ­θό­δοξος λαός θα αντιληφθή ότι εξωθείται σε μία νέα ουνιτικού τύπου ένωσι με την Ρώμη.

 

Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους

 

Άγιον Όρος, 22 Σεπτεμβρίου 2009



[1] Συνοδική πα­τρι­αρ­χική Ἐγκύκλιος τοῦ 1895 (παράγρ. 20), ἐν Ἰω. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. ΙΙ, Graz-Austria 1968, σελ. 942 [1028].
[2] Περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Ἀποδεικτικός Α', ἐν: Γρηγορίου Πα­λα­μᾶ Συγγράμματα, ἔκδ. Παν. Χρήστου, Θεσ/νίκη 1962, σελ. 26.
[3] Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, Τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς..., ἐν Ἰω. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμ. Ι, Ἀθῆναι 1960, σελ. 426.
[4] Ἰω. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. ΙΙ, Graz-Austria 1968, σελ. 908 [988].
[5] Βλ. Τόμος ΕΠΕΣΚΕΨΑΤΟ ΥΜΑΣ (Πατριαρχικαί ἐπισκέψεις εἰς τήν Συμβασιλεύουσαν, 1997-1999-2000), ἔκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, 2000, σελ. 275.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου